Σημειώνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος
Όπως χρησιμοποίησε ο Χριστόδουλος Ξηρός την «άδειά» του για να αποδράσει από το κελί, έτσι και η κυβέρνησης των Αντ. Σαμαρά και Ευ. Βενιζέλου επιχειρεί να χρησιμοποιήσει την ελληνική προεδρία στην ΕΕ για να αποδράσει από την πραγματικότητα που ορίζει το δικό της κελί στις ευρωπαϊκές πολιτικές.
Η αλήθεια είναι πως αυτήν ιδικά την περίοδο όλοι οι πολιτικοί παράγοντες ή/και παραγοντίσκοι στην Ελλάδα από κάποια φυλακή προσπαθούν να «αποδράσουν»! Μπόλικοι μάλιστα είναι εκείνοι που μοιάζει να κατάλαβαν πως της φυλακής τα σίδερα δεν είναι…… για (τους) λεβέντες, καθώς άλλο πράγμα είναι να μπαίνεις φυλακή και άλλο να ζεις μέσα στα σίδερα! Στο κελί «σιδερώνεται» ο κάθε λεβέντης και παύει να υπάρχει κοινωνικά ως τέτοιος… μέχρι να αποδράσει. Το ίδιο συμβαίνει και με τους «λεβέντες» που φυλάκισαν την ελληνική κοινωνία και αγορά στα μνημόνια και κυρίως στην αναθεωρημένη δανειακή σύμβαση και σε μια κατάπτυστη πολιτικά διαδικασία αναδιάρθρωσης του χρέους. Κι αυτοί από την φυλακή τους θέλουν να δραπετεύσουν νοερώς και επικοινωνιακώς μέσω της «προεδρίας», για να μπορούν να υπάρξουν σαν λεβέντες εκλογικώς!
Άστα, φίλε αναγνώστη, και εγώ προσπαθώ να αποδράσω από τα «επιρρήματα», από το «πώς», και να βρω την επιστημονική μου λεβεντιά, αλλά διαπιστώνω πως δεν γίνεται, για πολιτικούς λόγους ασφαλώς! Έχω εγκλωβιστεί στο «πώς», στον κονστρουκτιβισμό και δεν μπορώ να ζήσω στον «ελεύθερο» αέρα και με τον – κοπανιστό – «αέρα» του ποζιτιβισμού. Τί να κάνω, δεν μπορώ να υποστηρίξω την ελευθερία να βλέπεις το ποτήρι με το νερό όπως σε βολεύει κάθε φορά: είτε μισοάδειο, είτε μισογεμάτο! Εγώ φυλακίστηκα μέσα στο ποτήρι και όταν κάποια στιγμή καταφέρνω μια κάποια απόδραση απ’ αυτό, έρχομαι να εξετάσω την κατασκευή των τάξεων των πραγμάτων που διαμορφώνουν καθεστώτα «φυλάκισης-απελευθέρωσης», μέσω πάντα κάποιας απόδρασης. «Πώς» και πάλι πώς, το «γιατί» είναι εύκολο και αφάνταστα βολικό και νομιμοποιητικό!
Οι περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες στην σημερινοί Ελλάδα επιχειρούν να δραπετεύσουν από το «πώς» της κρίσης και απαντούν με ένα «διότι», το οποίο ασφαλώς όλο και κάποιους θα ικανοποιήσει, ενώ θα δικαιολογήσει την πολιτική τους ύπαρξη και πρακτική. Το «γιατί» – και το διότι – έχει μπόλικη δημιουργική λογιστική και μια «διπλοπρόσωπη» και διφορούμενη πάντα αλήθεια, ενώ το «πώς» δεν έχει τέτοιες… ευκολίες. Το «πώς» δεν σου δίνει ευκαιρία (ευκαιρίες) για να δραπετεύσεις από την πραγματικότητα, καθώς είναι αυτό το άτιμο που την δομεί κατά την διαδικασία του «articulation», κατά την διαδικασία που σε ορίζει κάθε στιγμή ως κοινωνικό υποκείμενο πρακτικών ρόλων και όχι φανταστικών, αφηρημένα ιδεολογικών ή αφηρημένα μεταφυσικών και μυθικών (π.χ. εθνικισμός, θεοσοφισμός). Έτσι μπαίνεις στο ποτήρι που έλεγα πιο πριν, από το οποίο ακόμη και αν αποδράσεις στιγμιαία – όπως κάνω εγώ αυτή τη στιγμή – το μόνον που θα μπορούσες ίσως να διηγηθείς είναι οι εσωτερικές αντιφάσεις που ορίζουν την πραγματικότητα του καθενός μας ως δεσμοί οικονομικού, πολιτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα ταυτόχρονα. Αυτά είναι τα δεσμά μας, οι πραγματικές αλυσίδες μας, όπως λέμε…
Η μεγαλύτερη αντίφαση, ωστόσο, είναι η ίδια η αφήγηση της απόδρασης από έναν «δραπέτη», ο οποίος φρόντισε με τη στάση και δράση του να νομιμοποιήσει μια κάποια φυλακή και την φυλάκισή του σε αυτήν: του λεβέντη της φυλακής. Αυτό ο «λεβέντης» είναι ένας κοινός καραγκιόζης, καθώς ορίζει την απόδρασή του ως απελευθέρωση από κάτι που προηγουμένως το «πώς» της δράσης του δικαίωσε, νομιμοποίησε. Το «γιατί» της, δεν αφορά στη κοινωνία, αλλά στον ίδιο προσωπικά και… ας πάψει επιτέλους η πολιτική διαστροφή της πραγματικότητας. Το «πώς» έχει σημασία για την κοινωνία και την κατανόηση των πραγμάτων και των κατηγοριών που τα δομούν ως έννοιες και καταστάσεις, ως φίλο ή εχθρό, ως καλό ή κακό, ως συμφέρον, ως κέρδος ή ζημία, και όχι το «γιατί». Με το «γιατί» επιχειρείς να διασκεδάσεις το «πώς», εκτός αν το «γιατί» αφορά αποκλειστικά στη μελέτη του «πώς»: τότε απλώς ερευνάς τα αίτια που έχουν ως αποτέλεσμα το συγκεκριμένο «πώς» και όχι το αποτέλεσμα κάποιας λογιστικής πράξης.
Έχεις πάρει χαμπάρι, φίλε αναγνώστη, πώς συσκοτίζεται πολιτικά η πραγματικότητα που βιώνουμε στην Ελλάδα; Δια της διαρκούς μετατροπής του σκοπού σε μέσο και του μέσου σε σκοπό. Έτσι, το αίτιο μετουσιώνεται διαρκώς σε αποτέλεσμα και το αντίστροφο. Μετά αναρωτιέσαι «ευρώ ή δραχμή», «προεδρία με το βλέμμα στο χρέος ή χρέος με το βλέμμα στην προεδρία» … γιατί (επειδή) εκλογές έρχονται και για κάποια απόδραση θα πρέπει να μιλήσεις στον ψηφοφόρο, έστω κι αν ανήκεις σε αυτούς που έκτισαν την φυλακή και αναδιάρθρωσαν με πιο σκληρά υλικά το σύστημά της: το δημόσιο χρέος, για να σε εγκλωβίσουν πολιτικά σε αυτήν/σε αυτό.
Φίλε, την επόμενη περίοδο σε κάθε «κελί» θα υπάρχει και ένα φανταστικό ή ιδεατό «αντικλείδι» για απόδραση από το χρέος, αλλά στην πραγματικότητα θα πρόκειται για το κλειδί μιας εκλογικής, προπαγανδιστικής αφήγησης που επιχειρεί μέσω της παραμυθίας και του «γκλάμουρους της προεδρίας» να σου προφέρει φαντασιακές στιγμές υπέρβασης της παραβατικότητας. Μικρές, όμορφες αποδράσεις μέσα στον εφιάλτη σου και από τον εφιάλτη σου, για να μην δράσης! Έκανε και ρήμα! Όταν κάνει και «επίρρημα» θα αναζητήσεις το όραμα στη θέση της κυβερνητικής παραμυθίας. Και τότε θα πεις: μα, η αριστερά δεν έχει όραμα! Γιατί να έχει; Μα, επειδή είναι αριστερά! Και πώς να έχει; Δείχνοντας έναν αξιόπιστο δρόμο (τρόπο) απόδρασης από το κελί του χρέους, σου λένε.
Αυτό είναι το όραμα για την κυρία Ναόμι Κλάιν και πολλούς άλλους: «… έχει υπάρξει αποτυχία και στην Αριστερά να αρθρώσει μία αξιόπιστη εναλλακτική λύση, που θα εμπνεύσει τον κόσμο, που θα είναι το όραμα για μια οικονομία που θα υπηρετεί γνήσια τους ανθρώπους, που δεν θα θυσιάζει το περιβάλλον, που θα είναι βιώσιμη και σταθερή». Αυτό δεν είναι όραμα, απόδραση από την πραγματικότητα, σαν την απόδραση του Χριστόδουλου Ξηρού από την φυλακή (του) είναι! Ο σημερινός κόσμος δεν αντέχει το βάρος των οραμάτων , είναι ψηφιακός, είναι προέκταση των αισθήσεων και όχι αίσθηση, είναι όχλος στην αγορά και όχι δήμος στην πλατεία, είναι απλώς …καταναλωτής. Κι ο καταναλωτής δεν κινητοποιείται με όραμα, αν και διαρκώς αυτό αναζητεί. Ο καταναλωτής κινητοποιείται με κίνητρα (αυτοματισμούς) της αγοράς και δυστυχώς αυτή είναι η μόνη γλώσσα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η αριστερά σήμερα για να επικοινωνήσει με τους έλληνες. Μιλώντας, ωστόσο, αυτή την γλώσσα η αριστερά θα πάψει να φαίνεται αριστερά… και να είναι, με την κλασική έννοια τουλάχιστον. Και τότε τί θα είναι; Το κοινωνικό όραμα η ίδια, αυτή καθ’ εαυτή. Ένα (καταναλωτικό) κίνητρο για την μετάβαση από την περιοχή του ιδεολογισμού στην περιοχή του προοδευτικού κοινωνικά πραγματισμού. Είναι κακό ή καλό αυτό; Πολύ, μα πάρα πολύ φυσιολογικό, το μόνο προοδευτικό με αντικειμενικούς και όχι επαναστατικούς όρους, θα έλεγα, δυστυχώς… Οι αποδράσεις διαρκούν μια στιγμή, οι φυλακές είναι παντοτινές, γι’ αυτό έχουν μεγάλη αξία οι αποδράσεις, έστω και μέσω των ταπεινών «καταναλωτικών» κινήτρων! Δεν φαντάζομαι να ενοχληθεί ο ΣΥΡΙΖΑ που τον παρουσίασα υπαινιχτικά ως «καταναλωτικό κίνητρο απόδρασης» από το κοινωνικοπολιτικό τέλμα και την φτωχοποίηση, που μεγεθύνει διαρκώς την ανισότητα στην Ελλάδα! Δυστυχώς, εγώ δεν μπορώ να αποδράσω πλέον από το «πώς» από έναν κονστρουκτιβιστικό πραγματισμό που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για οραματισμό μέσω αφηρημένων λέξεων και εννοιών. Το «όραμα» είναι ο παράγοντας της πολιτικής δράσης (η αναφερόμενη ταυτότητά του, συγκεκριμένα) και όχι η προβολή από αυτόν ενός όμορφου μέλλοντος στο θλιβερό παρόν.