24 ώρες με τους πρόσφυγες στην πλατεία Βικτωρίας

Μια πόλη μέσα στην πόλη – Η πλατεία Βικτωρίας γεμάτη αντίσκηνα με Αφγανούς μετανάστες και πρόσφυγες περιτριγυρισμένους από σκουπίδια και ξεραμένα κόπρανα, με οσμές ούρων και ιδρώτα, που συνθέτουν ένα σκηνικό απελπισίας για τους περίοικους και τους καταστηματάρχες

«Οι μετανάστες είναι πολλοί. Οχι, βέβαια, στα εργοστάσιά μας. Τις αργίες, τις Κυριακές στις πλατείες, φαίνονται πάρα πολλοί», λέει ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας Μαξ Φρις. Απέναντί του, στέκει ο Αλμπερτ Αϊνστάιν και ρουφώντας μια γουλιά από τον ζεστό καφέ του, τού απαντά: «Ο κόσμος είναι επικίνδυνος όχι εξαιτίας αυτών που κάνουν το κακό, αλλά εξαιτίας αυτών που τους κοιτάζουν χωρίς να κάνουν τίποτα».

Πρωινό στην πλατεία Βικτωρίας και ο παραπάνω σουρεάλ διάλογος μοιάζει να είναι ο πλέον αντιπροσωπευτικός μιας εικόνας που δεν γεννά κανένα άλλο συναίσθημα πέρα από θλίψη για τη δυστυχία των προσφύγων και θυμό για την αδιαφορία της κυβέρνησης. Αυτής με την κόκκινη παντιέρα της «κοινωνικής ευαισθησίας» που ανεμίζει κουρελιασμένη στο κέντρο της αλλοτινής αστικής πλατείας των Αθηνών…

Είναι ακόμη πρωί. Οι σκηνές που κρύβουν μέσα τους οικογένειες προσφύγων από το Αφγανιστάν ανοίγουν δειλά-δειλά τις μπρος στα περίεργα μάτια των περαστικών. Η πλατεία ένας ατέλειωτος καταυλισμός ανθρώπων με τις συνθήκες διαβίωσης να ταυτίζονται στην καλύτερη των περιπτώσεων με εκείνες ενός αδέσποτου. Μικρά παιδιά κάνουν την ανάγκη τους εκεί όπου τρώνε, ηλικιωμένοι ικετεύουν για ένα μπουκάλι νερό, μητέρες θηλάζουν δίπλα σε ακαθαρσίες, άνδρες σε παίρνουν στο κατόπι για «κάπου μείνει».

Μπάνιο σε τουαλέτες καφενείων, βρώμα, δυσωδία και αγανάκτηση Ξεραμένα κόπρανα, ούρα, σκουπίδια και ιδρώτας, πλανώνται στον αέρα της πλατείας Βικτωρίας μετατρέποντας το βήμα σου σε μια νευρωτική τρεχάλα χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Τρυπώνω στο πρώτο καφενείο που βρίσκω μπροστά μου, το «Le Café», αναζητώντας λίγο καθαρό αέρα κι ένα μπουκάλι νερό. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ένας νεαρός άνδρας μπαίνει στο μαγαζί κρατώντας στα χέρια του δύο μπουκάλια νερό και ανεβαίνει στον πρώτο όροφο του μαγαζιού, εκεί όπου βρίσκονται οι τουαλέτες. Ξάφνου η σκάλα γεμίζει νερά και η ιδιοκτήτρια, η Μάγια, τρέχει αλαφιασμένη κρατώντας στο ένα χέρι κουβά και στο άλλο σφουγγαρίστρα. «Δεν αντέχω άλλο», μου λέει με δάκρυα στα μάτια και ξεσπάει:

«Κάθε μέρα μπουκάρουν στο μαγαζί και ανεβαίνουν στην τουαλέτα για να κάνουν μπάνιο. Ρίχνουν επάνω τους μπουκάλια με νερό, κατεβαίνουν μούσκεμα κάτω και στεγνώνουν σε μια άκρη της πλατείας. Δεν έχω τίποτα με τους ανθρώπους. Κι εμένα ο σύζυγός μου Σύριος είναι και ξέρω καλά τι σημαίνει να είσαι σε μια άλλη χώρα συντροφιά με το απόλυτο τίποτα. Από κει και ύστερα, όμως, αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Ανθρωπος δεν πλησιάζει πλέον στο μαγαζί μας. Τα βράδια στρώνουν έξω παπλώματα και το πρωί κάνουν ουρά για την τουαλέτα. Πού είναι η πολιτεία; Πού είναι η μέριμνα; Πού είναι το κράτος; Πού είναι ο αρμόδιος υπουργός; Πού είναι οι αριστεροί με τις ευαισθησίες τους; Τους λυπάμαι τους ανθρώπους αυτούς, ιδίως τις γυναίκες και τα παιδιά, αλλά εμένα ποιος θα με λυπηθεί; Η κατάσταση δεν σώζεται με το να τους μοιράζουν κρουασανάκια και ρούχα διάφορες εθελοντικές οργανώσεις. Εχω ένα μικρό κοριτσάκι και από το καλοκαίρι το έχω κλεισμένο στους τέσσερις τοίχους. Πώς να βγάλω το παιδί μου στην πλατεία; Εσύ, θα το έβγαζες το δικό σου;».

Τα λόγια αυτής της γυναίκας μοιάζουν με αντίλαλο στα χείλη κάθε μαγαζάτορα της περιοχής: «Από τα μέσα Ιουλίου μάς έχουν τσακίσει». Τα περιστατικά σκληρά και οι απορίες κάτι παραπάνω από εύλογες: «Εχθές το βράδυ βγήκαν αυτοσχέδια μαχαίρια και καδρόνια στην πλατεία ύστερα από μια λογομαχία ανάμεσα σε μετανάστες και διακινητές. Αν η πολιτεία δεν κάνει κάτι, θα χυθεί πολύ αίμα γιατί κι εμείς θα αναγκαστούμε κάποια στιγμή να πάρουμε τον νόμο στα χέρια μας. Οι τζίροι μας, εξαιτίας της όλης κατάστασης, έχουν πέσει από 50% και πλέον σε σχέση με πέρσι. Το κράτος το μόνο ξέρει είναι να επιβάλει φόρους. Πού θα βρούμε χρήματα να τους πληρώσουμε; Γνωρίζει ο κ. Τσίπρας και οι σύντροφοί του ότι πάνω από 80 οικογένειες, εργαζόμενες στην εστίαση έχουν μείνει άνεργες λόγω της άναρχης μετανάστευσης; Μας καταστρέψανε. Πού είναι ο αρμόδιος υπουργός; Πού είναι η αστυνόμευση; Γιατί δεν πιάνουν τους διακινητές; Η αστυνομία όλους τούς γνωρίζει και παρ’ όλα αυτά, αντί να τους μπαγλαρώσει, τους αφήνει να κάνουν ελεύθερα τη δουλίτσα τους. Θα καθόσουν ποτέ στο μαγαζί μου να πιεις έναν καφέ ή να φας ένα πιάτο φαγητό; Πες μου, θα καθόσουν;».

Μεταδοτικές ασθένειες

Φεύγω. Ξανά στον δρόμο, ξανά στο κέντρο μιας πλατείας όπου φοβάσαι ακόμη και ν’ αναπνεύσεις. Μία γυναίκα δίνει στο μωρό της σάπια αυγά, μια άλλη ξινισμένο γάλα, νεογέννητα καίγονται στον πυρετό και παιδάκια δύο και τριών ετών κλαίνε από την εξάντληση και τον πόνο. Ενας εθελοντής γιατρός, ο Σπύρος Ζωγράφος, με τραβά από το χέρι για να μου δείξει στο κορμάκι μικρών παιδιών τα αποτυπώματα της απάθειας ενός κράτους που θέλει να λέγεται δημοκρατικό: «Κοίτα τα μάτια τους, είναι μαύρα. Πιάσε το δέρμα τους, είναι γυαλόχαρτο. Η γαστρεντερίτιδα βράζει. Το ίδιο και η σύφιλη. Και οι δύο ασθένειες είναι μεταδοτικές. Πού είναι η πρόνοια; Δεν αντέχω άλλο αυτή την υποκρισία των ιθυνόντων. Εμείς, οι απλοί πολίτες, νοιαζόμαστε περισσότερο από εκείνους που κυβερνούν. Και νοιαζόμαστε γιατί έχουμε ψυχή».

Στα βήματά μας, μέσα στην πλατεία της επίγειας κόλασης, προστίθενται κι εκείνα του φαρμακοποιού Δημήτρη Μπάλτα, κάτοικου της περιοχής: «Ντρέπομαι που είμαι Αθηναίος. Ντρέπομαι να λέω ότι ζω και εργάζομαι στην πλατεία Βικτωρίας. Η κατάσταση έχει ξεφύγει. Κάθε μέρα οι δύστυχοι αυτοί άνθρωποι μου ζητούν διάφορα σκευάσματα ιδίως για δερματολογικές παθήσεις. Το περίεργο είναι ότι τις τελευταίες ημέρες μού ζητούν και φάρμακα για φυματίωση, όπως Rifadin και Isoniazid, τα οποία έχουν πλέον καταργηθεί. Είναι απελπισμένοι, αλλά απελπισμένοι είμαστε κι εμείς». 

Μάχη για ένα πιάτο μακαρόνια και πολιτικές περατζάδες

Μεσημεριάζει. Τέσσερις-πέντε γυναίκες με πορτοκαλί στολές, μέλη του Συλλόγου Εθελοντών Θριάσιου Πεδίου, τρέχουν να σωθούν από το μένος κατοίκων της περιοχής: «Ηρθαμε να μοιράσουμε κάποια τρόφιμα στους πρόσφυγες, αλλά οι κάτοικοι είναι εξαγριωμένοι και μας πήραν στο κυνήγι. Μας φώναζαν, μας έβριζαν, μας απειλούσαν, μας έλεγαν ότι, συντηρώντας τους πρόσφυγες στην πλατεία, τους βγάζουμε από τα σπίτια τους. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Τα νεύρα όλων είναι σε οριακό επίπεδο». Την ίδια ώρα, στην πάνω πλευρά της πλατείας, ο κ. Κώστας ετοιμάζει σε δύο μεγάλα καζάνια μακαρόνια με σάλτσα και λαχανικά. Οι πρόσφυγες κάνουν ουρά για ένα πιάτο φαγητό, οι σκηνές αδειάζουν, μαζί τους και η υπομονή. Σπρωγμένοι από την πείνα τσακώνονται για μια την πολυπόθητη πρωτιά μπροστά από το μεγάλο καζάνι. Κάποιοι μένουν νηστικοί. «Εχει ο Θεός», τους λένε.

Λίγα μέτρα παραπάνω μία κυρία από τον Δήμο Αθηναίων ωρύεται για την κατάσταση με τρόπο σχεδόν εκδικητικό: «Τέλος ο Δήμος Αθηναίων! Ο Ελαιώνας παραχωρήθηκε από εμάς. Η περιφέρεια της κυρίας Δούρου τι παραχωρεί; Η κυβέρνηση τι κάνει; Ο ευαίσθητος κ. Πατούλης πού βρίσκεται; Πού είναι η αλληλεγγύη των πόλεων; Να πάρουν και στο Μαρούσι πρόσφυγες! Και στον Άλιμο! Και στην Κηφισιά! Και παντού! Δεν μπορούμε πάντα να παραχωρούμε, να υποχωρούμε και να βοηθάμε εμείς!».

«Είναι μια άθλια πόλη»

Η κρατική φωνή της «αλληλεγγύης» και του πολιτικού «νοιαξίματος» παίρνει τώρα σάρκα και οστά από την εμφάνιση του προέδρου της ΔΗΜ.ΑΡ. Θανάση Θεοχαρόπουλου, ο οποίος αρκείται σε μια πολιτικάντικη δήλωση συμπαράστασης. Δεν μπαίνει στην πλατεία, δεν μιλάει με κόσμο, δεν έχει χρόνο για κάτι, δεν υπόσχεται τίποτα, όπως ακριβώς και ο αναπληρωτής υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννης Μουζάλας, ο οποίος αρκείται στο να δηλώσει το αυτονόητο: «Είναι μια άθλια πόλη…». 

Ταυτόχρονα, στα ραδιόφωνα της άθλιας πόλης, ο Γιώργος Καμίνης «πλακώνεται» με τον Πάνο Καμμένο, ενώ κύκλοι του υπουργείου του -παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του δημάρχου Αθηναίων- τον προκαλούν, υποστηρίζοντας ότι «το υπουργείο Εθνικής Αμυνας βοηθάει όπου μπορεί» και πως «ο κύριος Καμίνης επιθυμεί να συμμετέχει στο πάρτυ των επιδοτήσεων και τέτοια χάρη δεν θα του κάνουμε…». Η εύλογη πρόταση του δημάρχου Αθηναίων να παραχωρηθούν ανενεργά στρατόπεδα της Αττικής προκειμένου να φιλοξενηθούν πρόσφυγες πέφτει στο κενό μαζί με χιλιάδες ψυχές που βασιλεύουν ακριβώς όπως και το μέλλον της μικρής μας πόλης. 

Ξημερώνει. Ανάμεσα σε ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις και δύο συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας -μία της Κίνησης «Ενωμένοι Ενάντια στο Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή» (ΚΕΕΡΦΑ) και μία δεύτερη των κατοίκων της περιοχής- τέσσερα λεωφορεία του ΟΑΣΑ μεταφέρουν τους πρόσφυγες από την πλατεία Βικτωρίας στο Κλειστό Ολυμπιακό Ακίνητο Γαλατσίου.«Στόχος του υπουργείου είναι οι πρόσφυγες να τύχουν καλύτερης διαχείρισης ώστε να μην πέφτουν θύματα ξενοφοβικών, ρατσιστικών επιθέσεων. Για τον σκοπό αυτό βρίσκουμε σύστημα παράλληλων χώρων για να αποφορτίζεται η κατάσταση όπου δημιουργείται πρόβλημα», δήλωσε στον δρόμο της «προσφυγικής μετάθεσης» ο Γιάννης Μουζάλας. Μια δήλωση τόσο υποκριτική όσο και οι κοινωνικές ευαισθησίες της κυβέρνησης που εκπροσωπεί, καθώς μόνο οι κάτοικοι και οι εργαζόμενοι της πλατείας Βικτωρίας ήταν αυτοί που τόσο καιρό βοήθησαν όπως και όσο μπορούσαν τους «ανθρώπους με τα θλιμμένα μάτια». Κανένας πολιτικός, καμία εξουσία, κανένα κόμμα και καμία κυβέρνηση δεν νοιάστηκε και δεν νοιάζεται πραγματικά για τον τρύπιο αστικό ιστό της θλιβερής μας πόλης… 

Πηγή: protothema.gr

ellada

  

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:      ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ: