Ένας ιερέας και μια καλόγρια ήταν χαμένη σε μια χιονοθύελλα. Μετά από λίγο βρήκαν μπροστά τους μια μικρή καλύβα… Κουρασμένοι καθώς ήταν, ετοιμάστηκαν να κοιμηθούν.
Στη γωνία υπήρχε μια στοίβα μάλλινες κουβέρτες και ένας υπνόσακος στο πάτωμα, αλλά μόνο ένα κρεβάτι. Σαν κύριος, ο ιερέας είπε: “Αδερφή, κοιμήσου εσύ στο κρεβάτι. Θα κοιμηθώ εγώ στο πάτωμα στον υπνόσακο».
Είχε κλείσει το φερμουάρ του υπνόσακου και ετοιμαζόταν να κοιμηθεί, όταν η καλόγρια είπε, “Πατέρα, κρυώνω». Άνοιξε το φερμουάρ, σηκώθηκε και της πήγε μια κουβέρτα.
Ξάπλωσε πάλι, έκλεισε το φερμουάρ του υπνόσακου και άρχισε να τον παίρνει ο ύπνος, όταν η καλόγρια είπε πάλι, “Πατέρα, ακόμα κρυώνω πολύ». Σηκώθηκε, λοιπόν, ξανά και της πήγε ακόμα μία κουβέρτα.
Μόλις έκλεισε ξανά τα μάτια του, την άκουσε να λέει πάλι, “Πατέρα, ακόμα κρυώνω πολύ».
Αυτή τη φορά έμεινε στη θέση του και είπε, “Αδερφή, έχω μια ιδέα. Είμαστε στην ερημιά και κανείς δε θα μάθει τι έγινε. Ας προσποιηθούμε ότι είμαστε παντρεμένοι.»
Η καλόγρια είπε με πιο γλυκιά φωνή, “Δεν έχω πρόβλημα. Αλλά ακόμα κρυώνω.»
Και ο ιερέας της απάντησε φωνάζοντας, “Τότε σήκω και πάρε μια κουβέρτα μόνη σου!»
asteia