Ο γιος, μένει μαζί με τη μάνα του (την κυρά Ελένη, πού έχει αρχίσει να έχει πρόβλημα), χειμωνιάτικη Κυριακή πρωί, λιακάδα, τής λέει:
«Μάνα, παίρνω τα παιδιά (εγγονάκια της) και πάμε μία βόλτα να δούμε λίγο ήλιο…»
«Μα… γιε μου… σήμερα θα έρθουν οι φίλες μου… μη μ’ αφήσετε μόνη…»
«Τι λες ρε μάνα, τι μας χρειάζεσαι εμάς? Άσε να πάω με τα παιδιά λίγο έξω, πού είναι κλεισμένα μια βδομάδα στο κουτί εδώ! Καλώς να ορίσουν οι φίλες σου!»
«Μα… Να… Να με βοηθήσεις… Να φτιάξω έναν καφέ στις φίλες μου…»
«Τι λες ρε μάνα, εγώ να σε βοηθήσω να φτιάξεις καφέ? Εσύ φτιάχνεις καφέ για ένα τάγμα, άμα θέλεις!»
«Ναι παιδί μου , αλλά… επειδή ξέρεις, ξεχνάω λίγο τώρα τελευταία…»
«Α, γι’ αυτό? Τι ώρα θα έρθουν οι φίλες σου?»
«Δέκα και μισή»
«Ωραία, άκου λοιπόν μάνα τι θα κάνουμε: Θα σου βάλω το ξυπνητήρι, να χτυπήσει στις 11. Όταν το ακούσεις, θα πας να φτιάξεις τρία καφεδάκια να τα πιείτε με τις φίλες σου. Θα το βάλω να ξαναχτυπήσει και στις 11 και τέταρτο. Όταν το ακούσεις, θα πας να φέρεις τρία νεράκια, να τα πιείτε με τις φίλες σου να δροσιστείτε. Θα το ξαναβάλω, να ξαναχτυπήσει και στις εντεκάμισυ. Όταν το ακούσεις, θα πας να φέρεις και τρία γλυκάκια, να τα φάτε να ευχαριστηθείτε. Μη μάς κλείσεις μέσα ρε μάνα σήμερα, χαρά θεού είναι έξω, άσε να πάω τα παιδιά μία βόλτα, θα τα καταφέρεις και μόνη σου!»
«Ε, καλά, άμα είναι έτσι, ας φύγετε γιε μου, εν τάξει».
Βάζει ο γιος το ξυπνητήρι, μαζεύει τα παιδιά, μπαίνουν στο ασανσέρ, κατεβαίνουν και φεύγουν.
Κατά τις 10 και μισή, «Ντρίιιιν», το κουδούνι.
«Καλώς τα κορίτσια» (Ανοίγει η γιαγιά και εμφανίζονται δυο φίλες της καλοντυμένες μετά την εκκλησία, περίπου τού ιδίου τύπου).
«Καλώς σε βρήκαμε Ελενίτσα» λένε οι φίλες.
Κάθονται στο σαλόνι, και μπίρι-μπίρι αρχίζουν να λένε τα δικά τους.
Στις 11 ακριβώς, «ντρίιιιιιν», χτυπάει το ξυπνητήρι.
«Άσα!, ΤΑ ΚΑΦΕΔΑΚΙΑ!» πετάγεται η γιαγιά.
Πάει στην κουζίνα, φτιάχνει τρία καφεδάκια, τα φέρνει με το δίσκο στο σαλόνι, κάθονται οι τρεις γιαγιάδεςς, πίνουν τα καφεδάκια και λένε τα δικά τους.
Στις 11 και τέταρτο ακριβώς, «ντρίιιιιιν», ξαναχτυπάει το ξυπνητήρι.
«Άσα!, ΤΑ ΚΑΦΕΔΑΚΙΑ!» ξαναπετάγεται η γιαγιά Ελένη.
Πάει στην κουζίνα, φτιάχνει τρία καφεδάκια, τα φέρνει στο σαλόνι, κάθονται οι τρεις γιαγιάδεςς, πίνουν τα καφεδάκια και λένε τα δικά τους.
Στις 11 και μισή, «ντρίιιιιιν», χτυπάει πάλι το ξυπνητήρι.
«Άσα!, ΤΑ ΚΑΦΕΔΑΚΙΑ!» ξαναπετάγεται η γιαγιά Ελένη.
Πάει στην κουζίνα, φτιάχνει τρία καφεδάκια, τα φέρνει στο σαλόνι, κάθονται οι τρεις γιαγιές, πίνουν τα καφεδάκια και μπίρι-μπίρι λένε τα δικά τους.
Περνάει η ώρα, κατά τις 12 λένε οι φίλες:
«Ε, να πηγαίνουμε και ‘μεις τώρα Ελένη, πέρασε η ώρα, πάμε σπίτι».
«Ευχαριστώ πού ήρθατε κορίτσια, να ξανάρθετε!» λέει η Ελένη.
Ανοίγει η πόρτα τού ασανσέρ, μπαίνουν μέσα οι δύο φίλες, πατάνε το κουμπί και κατεβαίνουν.
Καθώς κατεβαίνουν, γυρίζει η μία και λέει στην άλλη:
«Βρε συ, αυτή η Ελένη, τόση ώρα κάτσαμε στο σπίτι της, έναν καφέ δε μας προσέφερε!»
Οπότε γυρίζει η άλλη και της απαντάει:
«Καλά, εσύ τώρα πάλι που τη θυμήθηκες την Ελένη?»
anekdota