Έναν από τους πιο «ισχυρούς» και «ανθεκτικούς» τομείς της ελληνικής οικονομίας αποτελεί ο κλάδος των σούπερ μάρκετ (super markets) και έχει επηρεαστεί συγκριτικά λιγότερο από την οικονομική κρίση σε σχέση με άλλους κλάδους, σύμφωνα με τα αποτελέσματα κλαδικής μελέτης της Icap.
Σύμφωνα με το Νίκο Ταβουλάρη, Consultant της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ΙCAP Group, ο οποίος επιμελήθηκε τη συγκεκριμένη έκδοση, η αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς εκφράζεται με τη στροφή σε λιγότερα και φθηνότερα προϊόντα, όπως για παράδειγμα τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Επιπλέον, συνεχώς μεγαλύτερο ποσοστό καταναλωτών ελαχιστοποιεί (εάν όχι εκμηδενίζει) τις παρορμητικές αγορές και συγκρίνει τις τιμές των προϊόντων στα καταστήματα, αναζητώντας το βέλτιστο συνδυασμό μεταξύ κόστους και αξίας (value for money). Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η τάση προτίμησης των ελληνικών προϊόντων, δεδομένου ότι οι καταναλωτές φαίνεται να συνεκτιμούν τόσο αγοραστικά κριτήρια (ποιότητα και ασφάλεια προϊόντων), όσο και το γενικό συμφέρον της χώρας, συμβάλλοντας στη μείωση της ανεργίας και στηρίζοντας συνειδητά την ανάπτυξη της παραγωγής.
Η πολιτική τιμών, οι συνθήκες και οι όροι συνεργασίας με τους προμηθευτές αποτελούν τις βασικές συνιστώσες μέσω των οποίων οι επιχειρήσεις του κλάδου διαφοροποιούν τη θέση τους στην αγορά και αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό. Εξαιτίας της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης και της συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, οι μεγάλες αλυσίδες S/M έχουν επιδοθεί σε «αγώνα» προσφορών/εκπτώσεων. Οι εταιρείες επενδύουν, σημαντικά ποσά για την προώθηση των πωλήσεών τους και προσπαθούν να δημιουργούν νέα προϊόντα και υπηρεσίες με σκοπό την προσέλκυση και διατήρηση των καταναλωτών, αλλά και την απόσπαση μεγαλύτερου μεριδίου στην αγορά. Τα σημαντικότερα κριτήρια επιλογής για τους καταναλωτές αποτελούν η ποιότητα, η τιμή και οι προσφορές των προϊόντων. Το καταναλωτικό κοινό ωθείται, πλέον, στην αγορά των «απαραίτητων» αγαθών και στον περιορισμό των δαπανών για τα λοιπά προϊόντα. Τα τρόφιμα και τα ποτά κατέλαβαν το 78,0% των συνολικών πωλήσεων το 2014.
Οι μεγάλες εταιρείες διαθέτουν εκτεταμένο δίκτυο πωλήσεων με ευρεία γεωγραφική κάλυψη και διαφορετικούς τύπους καταστημάτων, ανάλογα με την επιφάνεια πωλήσεων και το εύρος των προϊόντων (hypermarkets, μεσαίου μεγέθους καταστήματα και μικρότερα σημεία πώλησης για γρήγορες αγορές). Οι μικρότερες αλυσίδες δραστηριοποιούνται συνήθως σε «τοπικό» επίπεδο, ενώ υπάρχουν και επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται μεμονωμένα καταστήματα. Οι δύο τελευταίες κατηγορίες super markets συχνά εντάσσονται είτε σε ομίλους κοινών αγορών (ώστε να επιτυγχάνουν καλύτερες τιμές αγοράς των ειδών τους) είτε σε μεγάλες αλυσίδες S/M με τη μέθοδο franchising.
Στο πλαίσιο της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθησαν ομαδοποιημένοι ισολογισμοί για τη διετία 2013-2014 βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος εταιρειών.
Από την επεξεργασία 42 επιχειρήσεων του κλάδου παρατηρούνται τα εξής: το σύνολο του ενεργητικού τους αυξήθηκε κατά 4,2% το 2014/13, ενώ αύξηση 3,3% παρουσίασαν και τα ίδια κεφάλαια. Οι συνολικές τους πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 1,0% και τα μικτά κέρδη κατά 3,7% την ίδια περίοδο. Αρκετά μεγάλη βελτίωση παρουσίασε και το τελικό καθαρό αποτέλεσμα (+12,0%). Τα κέρδη EBITDA κατέγραψαν αύξηση 9,4% την ίδια περίοδο. Από τις 42 εταιρείες του δείγματος, 35 ήταν κερδοφόρες το 2014 έναντι 33 το 2013. Σε σταθερά επίπεδα παρέμεινε το μέσο ετήσιο περιθώριο μικτού κέρδους των εταιρειών του κλάδου την πενταετία 2010-2014, ενώ το μέσο περιθώριο κέρδους EBITDA αυξήθηκε όλα τα έτη εκτός από το 2011.
typosthes.gr-Oikonomia