Χουάνα Μαρία ονομάστηκε μια Ινδιάνα, που… έμεινε στην ιστορία ως η…
«μοναχική γυναίκα του Σαν Νίκολας». Βαφτίστηκε με αυτό το χριστιανικό όνομα από έναν Ισπανό ιερέα μετά την διάσωσή της, αφού είχε επιβιώσει ζήσει ολομόναχη σχεδόν 20 χρόνια σε ένα νησί, το Σαν Νίκολας, κοντά στις ακτές της Καλιφόρνια.
Η Χουάνα ζούσε ειρηνικά με την φυλή της στο Σαν Νίκολας. Όμως στην περιοχή τους υπήρχε μεγάλος αριθμός ενυδρίδων, που είναι μικρά θηλαστικά γνωστά για την καταπληκτική γούνα τους. Έτσι η περιοχή γέμισε από τυχοδιώκτες και αδίστακτους κυνηγούς κυρίως Ρώσους, Βρετανούς και Ισπανούς. Μετά το 1800, οι κυνηγοί που λυμαίνονταν την περιοχή σταδιακά εξόντωσαν τον ντόπιο πληθυσμό ώστε να συνεχίσου ανενόχλητοι το εμπόριο της γούνας.
Ως το 1835 ο ντόπιος πληθυσμός είχε αφανιστεί. Από τους 300 Ινδιάνους της φυλής επέζησαν 20, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές οι επιζήσαντες ήταν μόνο 4, μεταξύ των οποίων και η Χουάνα. Τότε επενέβη η Ιεραποστολική κοινότητα της Σάντα Μπάρμπαρα. Κάποιοι ιεραπόστολοι ταξίδεψαν ως το νησί και συγκέντρωσαν τους ελάχιστους Ινδιάνους στην παραλία για να τους φυγαδεύσουν. Όμως η Χουάνα δεν ήταν ανάμεσά τους.
Την ώρα που βρίσκονταν στην παραλία ξέσπασε δυνατή καταιγίδα και επειδή το πλήρωμα φοβήθηκε πως το μικρό σκάφος που είχαν δε θα μπορούσε να ανταπεξέλθει, αποφάσισαν να φύγουν εσπευσμένα από το νησί αφήνοντας πίσω την Χουάνα. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή , η Χουάνα ήταν πάνω στο πλοίο με τους διασωθέντες και ενώ το πλοίο είχε απομακρυνθεί από το νησί, ξαφνικά βούτηξε στη θάλασσα και κολύμπησε μέχρι την ακτή όταν συνειδητοποίησε πως το παιδί της δεν είχε ανεβεί στο πλοίο.
Όπως και αν έγιναν τα πράγματα, το σίγουρο είναι πως η Χουάνα βρέθηκε μόνη της στο νησί. Για τα επόμενα 18 χρόνια ζούσε σε μια σπηλιά και ψάρευε με αγκίστρι που έφτιαχνε από όστρακα. Έπιανε αγριόπαπιες και φώκιες και με τα φτερά και το δέρμα τους έφτιαχνε ρούχα, ενώ περνούσε την ώρα της κατασκευάζοντας καλάθια και οικιακά σκεύη από διάφορα φυτά και καλαμιές. Η μοναχική της ζωή τελείωσε όταν ο καπετάνιος Τζωρτζ Νίντεβερ την εντόπισε στο Σαν Νίκολας και την μετέφερε στην Σάντα Μπάρμπαρα.
Ο Νίντεβερ την περιγράφει ως μια γεροδεμένη πενηντάρα, μετρίου αναστήματος που ήταν πάντα χαμογελαστή. Είχε μάλιστα ολόκληρη την οδοντοστοιχία της αλλά τα δόντια της ήταν φθαρμένα ως τα ούλα. Της άρεσε να δέχεται επισκέψεις από περίεργους κατοίκους της Σάντα Μπάρμπαρα και πολλές φορές τραγουδούσε και χόρευε μπροστά τους.
Η ίδια ενθουσιάστηκε βλέποντας πράγματα για πρώτη φορά που δεν υπήρχαν στο νησί όπως άλογα ή ρούχα και τροφές των Ευρωπαίων. Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει την γλώσσα που μιλούσε ακόμα και οι Ινδιάνοι της περιοχής, γι ´αυτό και όλοι επικοινωνούσαν μαζί της με χειρονομίες. Με χειρονομίες και η Χουάνα αφηγήθηκε την δραματική της ιστορία πάνω στο νησί. Οι άνθρωποι που έρχονταν σε επαφή μαζί της, κατέγραψαν δύο τραγούδια και τέσσερις λέξεις από όσα έλεγε η Ινδιάνα και με βάση αυτά τα στοιχεία μια γλωσσολόγος, η Πάμελα Μούνρο, από ένα πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Χουάνα μιλούσε κάποια διάλεκτο των Αζτέκων.
Η Χουάνα όμως δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στις καινούργιες διατροφικές συνήθειες της περιοχής που την φιλοξενούσε. Το ανοσοποιητικό της σύστημα ήταν εξασθενημένο και δεν είχε αναπτύξει τα απαραίτητα αντισώματα για τις ασθένειες που έφερναν οι Ευρωπαίοι άποικοι με αποτέλεσμα να πεθάνει από δυσεντερία μόλις δύο μήνες αφότου εγκατέλειψε το νησί. Ο Νίντεβερ απέδωσε τον θάνατό της στο γεγονός ότι η Χουάνα λάτρευε το καλαμπόκι και τα φρούτα και κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες, ενώ ο οργανισμός της επί 20 χρόνια στο νησί απλά συντηρούνταν.
Λίγο πριν πεθάνει βαφτίστηκε με το Ισπανικό όνομα Χουάνα Μαρία από έναν Ισπανό ιερέα, τον Σάντσες. Το δημοφιλές παιδικό μυθιστόρημα » Island of the Blue Dolphins» βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Χουάνα. Πολλά από τα αντικείμενα και τον ρουχισμό που χρησιμοποιούσε στο νησί είχαν συγκεντρωθεί σε μια συλλογή στην Ακαδημία Επιστημών στην Καλιφόρνια, αλλά χάθηκαν στην φωτιά που ακολούθησε τον μεγάλο σεισμό του Σαν Φρανσίσκο το 1906. Το φόρεμά της από φτερά κορμοράνου είχε σταλεί στο Βατικανό αλλά και αυτό χάθηκε.