Κάποιοι προσπάθησαν ωστόσο να εξηγήσουν τα κίνητρα των πράξεών τους.
Ο Κανίβαλος του Μιλγουόκι
Ο διασημότερος ίσως serial killer των ΗΠΑ, κατά κόσμον Τζέφρι Ντάμερ, βίασε, σκότωσε, κανιβάλισε, ακρωτηρίασε και διατήρησε μουμιοποιημένα μέλη από τα θύματά του, δεκαέξι άντρες και νεαρά αγόρια δηλαδή. Δεν υπήρχε ανθρώπινη διαστροφή που να μη γεύτηκε ως το μεδούλι του το τέρας των ΗΠΑ, που επιδόθηκε ακόμα και σε νεκροφιλία, διατηρώντας πάντα στην κατάψυξή του κεφάλια και γεννητικά όργανα.
«Οι φόνοι δεν ήταν παρά μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού», είπε στους δημοσιογράφους, μιας και τα φονικά δεν ήταν παρά ένα μικρό τμήμα της ανατριχιαστικής δράσης του. Για 13 ολόκληρα χρόνια, ο Ντάμερ κακοποιούσε σeξουαλικά (ακόμα και μετά τον θάνατο) νεαρούς άντρες, τους «πιο ωραίους τύπους» που μπορούσε να βρει.
«Ήθελα απλώς να έχω κάποιον κάτω από τον απόλυτο έλεγχό μου», είπε κατόπιν, «να μην πρέπει να σκέφτομαι τις επιθυμίες τους. Να μπορώ να τους έχω εκεί για όσο θα ήθελα». Ο serial killer ταλαιπωρούνταν από μικρός παλεύοντας με την ομοφυλοφιλία του, αλλά και με διεστραμμένες σκέψεις: «Γύρω στα 14-15, άρχισα να έχω έμμονες σκέψεις βίας ανακατεμένες με σeξ και το πράγμα γινόταν ολοένα χειρότερο και χειρότερο».
Όσο για την ανθρωποφαγία των θυμάτων του, δεν παρέλειψε να σημειώσει πως «με έκανε να νιώθω πως έτσι θα γίνονταν μόνιμο κομμάτι μου … Μου έδινε μεγάλη σeξουαλική ικανοποίηση να το κάνω αυτό». Λίγο προτού ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου το 1994 από συγκρατούμενό του, παρείχε το τελικό κίνητρό του για τον φόνο τουλάχιστον 16 αντρών: «Κατέληξα να κάνω ό,τι έκανα για να νιώθω πως έχω τον απόλυτο έλεγχο. Να δημιουργήσω τον μικρόκοσμό μου, όπου θα είχα τον τελικό λόγο»…
Ο ορισμός του άσπλαχνου τέρατος
Κάπου 17 ώρες πριν τον ψήσουν στην ηλεκτρική καρέκλα των πολιτειακών φυλακών της Φλόριντα το 1989, ο γοητευτικός νομικός που είχε μετατραπεί σε παραγωγικότατο κατά συρροή δολοφόνο πήγε να εξομολογηθεί στον αιδεσιμότατο. Μέχρι τότε, ο βιαστής, δολοφόνος και νεκρόφιλος Τεντ Μπάντι είχε κακοποιήσει και δολοφονήσει τουλάχιστον 30 θύματα, αν και το αρνιόταν αυτό για τουλάχιστον 10 χρόνια. Τώρα όμως ήταν η στιγμή που θα ομολογούσε: «Αυτό που μου περνάει τώρα από το μυαλό», είπε στον ιερέα, «είναι να χρησιμοποιήσω τα λεπτά και τις ώρες που μου έχουν απομείνει όσο πιο γόνιμα γίνεται».
Πλέον ήθελε να εξηγήσει με κάθε λεπτομέρεια πώς είχε καταλήξει να γίνει ένας από τους πλέον διαβόητους serial killers των ΗΠΑ. Δεν ήταν βέβαια, όπως είπε, θύμα παιδικής κακοποίησης: «Μεγάλωσα σε ένα υπέροχο σπιτικό με δυο αφοσιωμένους και στοργικούς γονείς». Κατηγόρησε, αντιθέτως, την ευκολία με την οποία έβρισκε πορνογραφικό υλικό στα μαγαζιά της γειτονιάς του όταν ήταν ακόμα 12 ετών.
Ο πιτσιρίκος έψαχνε πια ολοένα και πιο σκληρό π ορνό, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να τσαλαβουτήσει στα σκουπίδια των γειτόνων του. Αυτός και η παρέα του έβρισκαν στους κάδους της γειτονιάς «πορνογραφικά περιοδικά σκληρότερης φύσης». Αυτό «πυροδότησε μια διαδικασία σκέψης», εξήγησε στον αιδεσιμότατο, μιας και «όταν εθιστείς σε αυτό … ψάχνεις ολοένα και πιο σκληρό, δυνατό και σαφές περιεχόμενο … μέχρι που φτάνεις τελικά στο σημείο που μπορεί να φτάσει η πορνογραφία».
Και μετά; «Αγγίζεις αυτό το σημείο καμπής που αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν … αν ίσως το κάνεις, αν θα σου δώσει αυτό που δεν μπορεί να σου δώσει το διάβασμα και οι εικόνες». Ήταν όμως μόνο η πορνογραφία; «Δεν κατηγορώ την πορνογραφία», κατέληξε ο Μπάντι πριν ομολογήσει τις 30 αποτρόπαιες δολοφονίες που έκανε σε εφτά πολιτείες μεταξύ 1974-1978, «δεν ισχυρίζομαι πως με έκανε να βγω έξω και να κάνω ο,τι έκανα».
Αντιθέτως, το μόνο που έκανε το σκληρό π ορνό ήταν να «με βοηθήσει να διαμορφώσω και να δώσω υπόσταση σε διάφορους τύπους βίαιης συμπεριφοράς» που θα κυριαρχούσαν πια στη ζωή του. Όπως η νεκροφιλία, ο αποκεφαλισμός και άλλα τέτοια φρικιαστικά…
Ο Κεν και η Μπάρμπι δολοφόνοι
«Είναι όλα θέμα δύναμης και ελέγχου», είπε ο νεαρός καναδός κατά συρροή βιαστής και δολοφόνος Πολ Μπερνάρντο όταν προσπάθησε να εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση. Κάπου έντεκα χρόνια μετά τη σύλληψη του ίδιου και της σατανικής συζύγου του, Κάρλα Χομόλκα, δηλαδή.
Το διαβολικό ζευγάρι, που ο καναδικός Τύπος έσπευσε να παρομοιάσει με τις κούκλες Μπάρμπι και Κεν, μοιραζόταν λες ένα κοινό διεστραμμένο μυαλό. Όλα ξεκίνησαν τα Χριστούγεννα του 1986, όταν η Κάρλα τον άφησε να βιάσει και να σκοτώσει την ίδια της την αδερφή ως εορταστικό δώρο. Από κει κι έπειτα, το ζευγάρι θα γενίκευε τη δράση του σπέρνοντας τρόμο στα μήκη και τα πλάτη του Καναδά.
Ο Πολ απέδωσε τη σκληρότητα και την αγριότητά του στα ανασφαλή παιδικά του χρόνια: «Ήμουν το είδος του παιδιού που πάγωνε στα ματς του μπέιζμπολ», είπε στον εφέτη δικαστή, «δεν ήθελα να παίξω γιατί ήξερα ότι θα αποτύχω». Ντροπαλός και συνεσταλμένος, κατά δήλωσή του πάντα, κατέφυγε στον βι@σμό για να ξεπεράσει το άγχος του αναφορικά με τις σeξουαλικές του επιδόσεις.
«Έτσι ήμουν τότε, χρησιμοποιούσα το σeξ ως βίτσιο». Σήμερα, 21 χρόνια πίσω από τα κάγκελα (καταδικάστηκε το 1995 σε ισόβια κάθειρξη για βιασμούς και φόνους, ενώ η Χομόλκα έκανε συμφωνία και έφαγε μόλις 12 χρόνια), δεν φαίνεται πάντως να νιώθει το ίδιο. Όπως είπε σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του: «Είμαι το χειρότερο σκουπίδι του πλανήτη»…
Ο Εξολοθρευτής της Ουκρανίας
«Για μένα, το να σκοτώνω ανθρώπους είναι σαν να σκίζω ένα πάπλωμα», δήλωσε ατάραχος ο Ανατόλι Ονοπριένκο στους δημοσιογράφους της χώρας του το 1996, όταν και συνελήφθη. Μέχρι τότε, το Τέρας της Ουκρανίας είχε σφαγιάσει 52 ανθρώπους σε μια περίοδο εφτά ετών και ήταν όσο αμετανόητος έπαιρνε.
«Άντρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι, παιδιά, όλοι είναι το ίδιο», έλεγε χωρίς ίχνος μεταμέλειας ο 36χρονος αιώνιος φοιτητής δασοκομίας, προκαλώντας ρίγη ανατριχίλας στο ουκρανικό κοινό: «Δεν ένιωσα ποτέ οίκτο για όσους έχω σκοτώσει. Ούτε αγάπη ούτε μίσος, μόνο τυφλή αδιαφορία. Δεν τους βλέπω ως ανθρώπους, μόνο ως μάζες».
Ο serial killer είχε μάλιστα σταθερά την ίδια μέθοδο: επέλεγε απομονωμένα σπίτια, προκαλούσε κάποιου είδους αναταραχή και κατόπιν σκότωνε όλη την οικογένεια, αρχίζοντας από τον πατέρα, μετά τη μητέρα και κατόπιν σφάγιαζε και τα παιδιά, πριν παραδώσει την οικία στην πυρά. Αν μάλιστα υπήρχε κάποιος αυτόπτης μάρτυρας, πέθαινε αναγκαστικά κι αυτός.
«Με έχει καλέσει ο Σατανάς να τον υπηρετήσω», είπε μετά, «με έχει καταλάβει μια ανώτερη δύναμη, κάτι τηλεπαθητικό ή κοσμικό, το οποίο με κατευθύνει. Για παράδειγμα, ήθελα να σκοτώσω την πρώτη σύζυγο του αδερφού μου, γιατί τη μισούσα. Ήθελα πολύ να τη σκοτώσω, αλλά δεν μπορούσα, κι αυτό γιατί δεν είχα λάβει την εντολή. Την περίμενα συνεχώς, αλλά δεν ήρθε ποτέ».
Το 1995 η Ουκρανία αποτίναξε τη θανατική ποινή, κι έτσι ο Ονοπριένκο καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Όταν και δήλωσε για άλλη μια φορά ατάραχος: «Αν με αφήσουν ποτέ ελεύθερο, θα αρχίσω να σκοτώνω και πάλι. Αυτή τη φορά θα είναι όμως χειρότερα. Δέκα φορές χειρότερα. Η ορμή είναι εδώ»…
Το Τέρας Δολοφόνος της Κίνας
Κανένας άλλος κατά συρροή δολοφόνος της Χώρας του Δράκου δεν έχει διεκδικήσει τόσες ζωές όσες ο Γανγκ Ξινχάι. Σε μια περίοδο μόλις πέντε ετών (1999-2003), ο κατά συρροή βιαστής και δολοφόνος σκότωσε 67 ανθρώπους και βίασε άλλους 23. Καραδοκούσε για τα θύματά του σε απομονωμένες αγροτικές περιοχές και έμπαινε κατόπιν στα σπίτια τους, όπου βίαζε και εξόντωνε ολόκληρες οικογένειες.
Όταν τον έπιασαν το 2003, ο κινεζικός Τύπος έσπευσε να αποδώσει τα στυγερά του εγκλήματα σε έναν χωρισμό: «Η σύντροφός του τον χώρισε», έγραψε μεγάλη κινεζική εφημερίδα, «και ως αποτέλεσμα, ο Γανγκ Ξινχάι ανέπτυξε μια εκδικητική στάση απέναντι στην κοινωνία».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι διαγνώσεις των ψυχιάτρων. Ένας μίλησε για εχθρικά αισθήματα απέναντι στην ανθρωπότητα και κάποιος άλλος διέγνωσε: «Έκανε εγκλήματα για να πληγώσει απλώς την κοινωνία». Ο ίδιος ο Ξινχάι εμφανίστηκε ωστόσο αρκούντως πιο στωικός στις δηλώσεις του: «Δεν έχω καμιά επιθυμία να είμαι μέλος της κοινωνίας. Η κοινωνία δεν με απασχολεί καθόλου», είπε πριν από την εκτέλεσή του στο απόσπασμα το 2004.
«Όταν σκότωνα ανθρώπους, είχα την επιθυμία. Αυτό με έκανε να θέλω να σκοτώσω ακόμα περισσότερους. Δεν με ένοιαζε αν θα ζήσουν ή όχι. Αυτό δεν με απασχόλησε ποτέ». Ακόμα χειρότερα, θεωρούσε πως τίποτα το αξιοσημείωτο δεν υπήρχε σε έναν φόνο: «Οι δολοφονίες ανθρώπων είναι πολύ συνηθισμένες. Τίποτα το ιδιαίτερο»…
Ο Χασάπης του Ροστόφ
«Όταν χρησιμοποιούσα το μαχαίρι μου, μου προκαλούσε ψυχολογική ανακούφιση», είπε ο Κόκκινος Αντεροβγάλτης, Αντρέι Τσικατίλο, που τόσο ντρόπιασε τη Σοβιετική Ένωση, η οποία διατεινόταν σταθερά πως οι serial killers ήταν γέννημα του καπιταλισμού και δεν θα μπορούσαν να γεννηθούν στον κομμουνιστικό παράδεισο.
Και το χρησιμοποίησε αρκετά, είναι η αλήθεια, καθώς μεταξύ 1978-1990 σκότωσε και ακρωτηρίασε τουλάχιστον 52 γυναίκες και παιδιά στην ευρύτερη ουκρανική επικράτεια. Με το ίδιο μαχαίρι έβγαζε εξάλλου μάτια, ξεκοίλιαζε τα θύματά του, πετσόκοβε τις σάρκες τους γεμίζοντας τελικά τις σορούς με χώμα και πέτρες.
Ο ίδιος έλεγε βέβαια πως ονειρευόταν μια καλύτερη ζωή: «Ονειρεύτηκα μια μεγάλη πολιτική καριέρα και κατέληξα με αυτή τη ζωή του τίποτα, σε σταθμούς και σε τρένα». Κάθε φορά που έβλεπε μάλιστα ζευγαράκια να κάνουν σeξ σε απόμερες περιοχές, του θύμιζαν τη δική του σeξουαλική ανικανότητα και τις ερωτικές απογοητεύσεις που τόσο είχε δοκιμάσει στη ζωή του. Κι έτσι «άρχισα να αναρωτιέμαι αν αυτά τα ταπεινά μέλη της εργατικής τάξης είχαν το δικαίωμα να υπάρχουν».
Προφανώς και δεν είχαν για τον ίδιο, γι’ αυτό και παρέσυρε τα θύματά του σε δάση και αλσύλλια για να τα βγάλει από τη μέση. Και μόνο τότε ένιωθε συγκίνηση: «Άρχιζα να τρέμω. Ήταν σαν πυρετός», έλεγε ο καλός κομμουνιστής που ήταν υπεράνω υποψίας: «Μετατρεπόμουν σε τέρας, σε άγριο θηρίο». Μόνο οι σκοτωμοί τού προκαλούσαν σeξουαλική συγκίνηση, αλλά και μια αίσθηση ανακούφισης, όπως δήλωσε ατάραχος στη δικαστική αίθουσα.
Πριν καταλήξει: «Ξέρω ότι πρέπει να καταστραφώ. Το καταλαβαίνω. Είμαι ένα λάθος της φύσης». Τον εκτέλεσαν τον Φεβρουάριο του 1994…
Ο Άγγελος του Θανάτου
Ο Τσαρλς Κάλεν ήταν ένας νοσοκόμος του Νιου Τζέρσεϊ που μετατράπηκε, όπως υποπτεύονται οι διωκτικές αρχές, στον παραγωγικότερο serial killer των αμερικανικών εγκληματολογικών χρονικών. Για μια περίοδο 16 ετών, ο Κάλεν χρησιμοποιούσε το λειτούργημά του και την εξ ορισμού εμπιστοσύνη των ασθενών για να τους σκοτώνει με υπερβολικές δόσεις και δηλητήρια, ομολογώντας τουλάχιστον 40 νοσοκομειακούς φόνους.
Θυμόταν βέβαια κι άλλους, αλλά δεν μπορούσε να ανακαλέσει λεπτομέρειες. Οι αστυνομικές και ιατρικές έρευνες μίλησαν για τουλάχιστον 300 μυστηριώδεις θανάτους που αν αληθεύουν, τότε κατατάσσουν τον Κάλεν στον πιο παραγωγικό serial killer της αμερικανικής ιστορίας. «Πίστευα πως έτσι δεν θα υποφέρουν άλλο οι άνθρωποι», είπε ο νοσοκόμος του θανάτου στον Τύπο, «υπό μία έννοια, ένιωθα πως τους βοηθούσα».
Οι ασθενείς του Κάλεν δεν ήταν όμως σε τελικά στάδια ανίατων παθήσεων. Οι χειρισμοί του δεν θα μπορούσαν να λογιστούν κατά κανέναν τρόπο ευθανασίες ή υποβοηθούμενοι θάνατοι, απαλλάσσοντάς τους από ανείπωτους πόνους. Ήταν γενικά υγιείς άνθρωποι που μπήκαν στο νοσοκομείο με μικροπροβλήματα και είχαν μπροστά τους δεκαετίες ευτυχισμένης ζωής.
Όταν τον έφεραν αντιμέτωπο με την πραγματικότητα, ο νοσοκόμος απάντησε: «Ο σκοπός μου δεν είναι να δικαιολογήσω ό,τι έκανα». Ήταν σαφές ότι ζύγιζε τα λόγια του: «Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ένιωθα καταπιεσμένος εκείνη την εποχή. Ένιωθα πως κάτι έπρεπε να κάνω και το έκανα». Αν μάλιστα δεν τον έπιαναν, «δεν ξέρω αν θα σταματούσα ποτέ». Καταδικάστηκε το 2005 σε ισόβια κάθειρξη τουλάχιστον 100 ετών…
Το γυναικείο Τέρας
Ο Αϊλίν Γουόρνος έπιασε την κοινή γνώμη εξαπίνης, καθώς πολλοί ήταν αυτοί που είδαν με σχετική συμπάθεια την κατά συρροή δολοφόνο που είχε σκοτώσει εφτά άντρες στη Φλόριντα μεταξύ 1989-1990. Ήταν ιερόδουλη και είπε πως τα θύματά της αποπειράθηκαν να τη βιάσουν. Μερίδα του κόσμου τής αναγνώρισε ως ελαφρυντικά τις δυσκολίες του βίου της και τη μακροχρόνια πάλη με την ψυχική νόσο, αν και η ίδια ισχυριζόταν λυσσαλέα πως δεν ήταν ψυχασθενής.
«Είμαι κάποια που μισεί πραγματικά την ανθρώπινη ζωή και θα σκότωνα ξανά», εξομολογήθηκε σε επιστολή της στο Ανώτατο Δικαστήριο της Φλόριντα. Δεν θέλησε μάλιστα να υπερασπιστεί τον εαυτό της και να παρέχει κανένα ελαφρυντικό για τις πράξεις της, εκτός από τον ισχυρισμό ότι το πρώτο της θύμα την είχε βιάσει. Και σίγουρα δεν τη βοήθησε όταν στράφηκε κατά του εισαγγελέα με ένα χυδαίο υβρεολόγιο που κατέληξε στην κραυγή της: «Εύχομαι να βιάσουν τη γυναίκα και τα παιδιά σου από πίσω!».
Πριν την εκτελέσουν με ένεση τον Οκτώβριο του 2002, έπεσε σε παραλήρημα και ούρλιαζε: «Σκότωσα αυτούς τους άντρες και τους έκλεψα, παγωμένη σαν πάγος. Και θα το ξανάκανα ευχαρίστως. Δεν υπάρχει περίπτωση να με κρατήσουν ζωντανή, γιατί θα σκοτώσω ξανά». Έφυγε από τον κόσμο λέγοντας: «Ευχαριστώ την κοινωνία που με διέσυρε»…
Ο περιπλανώμενος serial killer των ΗΠΑ
«Την πρώτη φορά που έκανα ένεση με ντόπα, ήταν η καλύτερη αίσθηση που είχα ποτέ στη ζωή μου», είπε σε τηλεοπτική συνέντευξη ο κατά συρροή δολοφόνος με τα 21 φονικά στο βιογραφικό του (αν και καταδικάστηκε μόνο για ένα), για να συνεχίσει: «Την πρώτη φορά που σκότωσα κάποιον, ένιωσα την ίδια έξαψη. Ήταν ακριβώς σαν αυτό, σαν μια δόση ντόπας κάθε φορά που το έκανα, ήταν η ίδια συγκίνηση, κι έτσι άρχισα να αναζητώ την έξαψη».
Τον καταδίκασαν για τον φόνο ενός 13χρονου κοριτσιού, την οποία μαχαίρωσε 13 φορές στον ύπνο της, αν και μέχρι τότε είχε δολοφονήσει τουλάχιστον άλλες 21 ψυχές. Πριν από την εκτέλεσή του το 2014 στις πολιτειακές φυλακές του Τέξας, προσπάθησε να εξηγήσει τα κίνητρα της πράξης του: «Δεν έχω διακόπτη λειτουργίας, ξέρετε. Κυνηγώ απλώς αυτό το ναρκωτικό, ψάχνω αυτό το συναίσθημα». Το ναρκωτικό ήταν για τον Σελς ο φόνος. «Γουστάρω να βλέπω τα μάτια να κλείνουν, τις κόρες να ξεθωριάζουν. Είναι σαν να απελευθερώνω τις ψυχές τους»…
Ο μακελάρης της Νέας Υόρκης
Ένας ιδιαίτερος κατά συρροή μαζικός δολοφόνος κατατρομοκράτησε τη Νέα Υόρκη με μια σειρά οχτώ διαφορετικών μακελειών κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1976. Εξίσου τραγικός ήταν και ο λόγος που είπε ότι έκανε ό,τι έκανε: του το είχε πει ο σκύλος του! Μέχρι τον Ιούλιο του 1977, ο Ντέιβιντ Μπέρκοβιτς είχε σκοτώσει έξι ανθρώπους και τραυματίσει άλλους οχτώ, πυροδοτώντας έτσι το μεγαλύτερο μέχρι τότε ανθρωποκυνηγητό της Νέας Υόρκης.
Εκείνος έπαιζε με την αστυνομία αφήνοντας επιστολές που απειλούσαν για νέα χτυπήματα. Κάπου 25 χρόνια αργότερα (τον έπιασαν τον Αύγουστο του 1977), όταν συνομίλησε με τον Λάρι Κινγκ, είχε εγκαταλείψει την ιστορία με τον σκύλο και τώρα είχε νέα εξήγηση: «Το πράγμα πηγαίνει πίσω στην παιδική μου ηλικία και τον αγώνα που έδωσα ως παιδί με τα τόσα ψυχολογικά προβλήματα της ανάπτυξής μου. Υπέφερα από τρομερά έντονες περιόδους κατάθλιψης όταν ήμουν μικρός. Και ήμουν πολύ αυτοκτονικός».
Μεγαλώνοντας, ένιωθε εξίσου μόνος: «Μέχρι τότε, είχα κάνει συμφωνία με τον Σατανά, επιτρέποντας στο διαβολικό αυτό πράγμα να με ελέγχει και νιώθοντας τις υπερφυσικές του δυνάμεις. Ένιωθα πως κάπως ήμουν ανίκητος. Αισθανόμουν πως είχα αυτές τις δυνάμεις και, χωρίς να το ξέρω, διάβαινα αργά τον δρόμο της καταστροφής».
Είπε όμως κι άλλα: «Ένιωθα σαν να ήμουν ένα ρομπότ με πλύση εγκεφάλου. Ήταν σαν κάτι άλλο να με ελέγχει … Πίστεψα ότι οι φόνοι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνω». Έδειξε πάντως μεταμέλεια: «Δεν μου αρέσει αυτό καθόλου. Ήταν ένα φρικτό πράγμα», είπε στον Λάρι Κινγκ, «ένα φρικτό πράγμα»…
newsbeast
seleo.gr-Diethni