«Τα ακραία και σκληρά μέτρα, η ιδεολογία της φυλετικής ανωτερότητας, η αρχή της συλλογικής ενοχής, η αρχή της μηδενικής ανοχής…
απέναντι σε φαινόμενα μη συμμόρφωσης στην κατοχική βούληση, και γενικότερα του καθεστώτος, ήταν η πεμπτουσία της ναζιστικής βίας».
Η συνομιλία με τον καθηγητή Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Αθανάσιο Γκότοβο, ο οποίος μελέτησε τα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας και της Βέρμαχτ, στις πόλεις Κόμπλεντς και Φράιμπουργκ, ρίχνει φως και αναζητά τα αίτια της ναζιστικής θηριωδίας και στην Ήπειρο.
Η περίοδος από τις 10 Ιουλίου έως και τις 3 Οκτώβριου 1943, οπότε έγινε το ολοκαύτωμα των Λιγκιάδων, θεωρείται η πιο αιματοβαμμένη στην Ήπειρο.
Η 1η Μεραρχία ορεινών καταδρομών Εντελβάις, μετά την εισβολή στην Πολωνία, τη Γάλλια και την επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, τον Μάρτιο του 1943, φεύγει από τον Καύκασο με τρένα και φτάνει στη Βαλκανική.
Οι εντολές, αρχικά, ήταν να καταστρέψουν στο Μαυροβούνιο το ανταρτικό κίνημα του Τίτο. Στο τέλος Ιουνίου αρχίζει η κάθοδος της Εντελβάις στην Ήπειρο, προκειμένου να αποτραπεί μία απόβαση των συμμάχων στη Δυτική Ελλάδα, όπως είχαν πληροφορίες σύμφωνα, με τα στρατιωτικά έγγραφα.
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Κομμένο της Άρτας, τους Λιγκιάδες και τη Μουσιωτίτσα των Ιωαννίνων, στο Ζαγόρι, στο Πωγώνι, στην Παραμυθιά, στα 25 χωριά του κάμπου του Φαναρίου στη Θεσπρωτία, αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές της Ηπείρου, συγκαταλέγονται στις εκατοντάδες τέτοιες περιπτώσεις ακραίας εγκληματικής βίας.
Η απάντηση στο «γιατί» είναι ότι τα αντίποινα ήταν το στοιχείο μιας σχεδιασμένης πολιτικής τρομοκράτησης και όχι ξέσπασμα θυμού, ούτε ατομικές υπερβάσεις Γερμανών αξιωματικών.
Όπως επισημαίνει ο κ. Γκότοβος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στόχος της Βέρμαχτ ήταν να κάμψει την αντίσταση, ασκώντας τρομοκρατία, αλλά και προωθώντας διχασμό των πολιτών, μέσω του αυξανόμενου «κόστους» των σαμποτάζ, με εκτελέσεις αμάχων.
«Επιχείρησαν να προκαλέσουν επεισόδια μεταξύ των δύο αντιστασιακών οργανώσεων ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, αλλά και τη δημιουργία ρήγματος, ανάμεσα στον πληθυσμό και στους αντάρτες που έκαναν τα σαμποτάζ» αναφέρει ο καθηγητής και προσθέτει: «Στα γερμανικά αρχεία, οι δολοφονικές πράξεις, παρουσιάζονται πάντοτε ως μάχες με αντάρτες και οι νεκροί εμφανίζονται στις εκθέσεις, ως «απώλειες του εχθρού».
Οι δολοφονημένοι άμαχοι παρουσιάζονται στις υπηρεσιακές εκθέσεις των μονάδων είτε ως αντάρτες, είτε ως συνεργοί των ανταρτών. Η φράση «εκτελέσεις αμάχων ως αντίποινα» δεν εμφανίζεται ούτε στις διαταγές προς τις στρατιωτικές μονάδες, ούτε στις υπηρεσιακές εκθέσεις τους.
Εκτελέσεις αμάχων, όπως είπαμε, γίνονται, αλλά εγγράφονται ψευδώς ως απώλειες του εχθρού στο πλαίσιο εκκαθαριστικών επιχειρήσεων».
Στην αναφορά της μεραρχίας Εντελβάις προς το Γενικό Επιτελείο της Βέρμαχτ σημειώνεται: «Από το χωριό Λιγκιάδες και τα υψόμετρα 1.015 και 1.277 ασθενής αντίσταση του εχθρού. Πενήντα πολίτες εξοντώθηκαν.
Οι Λιγκιάδες αποτεφρώθηκαν. Λάφυρα, 20 μουλάρια». Στη λακωνική αυτή αναφορά της Μεραρχίας δεν αποδίδονται τα ακριβή γεγονότα. Στο μαρτυρικό χωριό Λιγκιάδες, σήμερα, 70 χρόνια μετά τη θηριωδία, κατά το προσκλητήριο των νεκρών ακούγονται τα ονόματα από 34 βρέφη και παιδιά, 37 γυναίκες ηλικίας 30 έως 64 ετών και 11 ηλικιωμένων.
Το αρχειακό υλικό αναφέρεται και στη θηριωδία στη Μουσιωτίτσα, όπου 152 άτομα συνολικά εκτελέστηκαν από στρατιωτικό τμήμα της 1ης Μεραρχίας, στις 25 Ιουλίου και στις 27 Αυγούστου του 1943, χωρίς να υπάρχει στρατιωτική διαταγή ή έγκριση της εκτέλεσης από υπερκείμενη στρατιωτική αρχή.
Στις γραπτές αναφορές της Μεραρχίας οι εκτελέσεις εμφανίζονται ως «απώλειες του εχθρού» και ο άμαχος πληθυσμός που εκτελέστηκε, ανάμεσα τους παιδιά και άτομα τρίτης ηλικίας, ως «αντάρτες».
Οι διαταγές και οι οδηγίες, που έχει ετοιμάσει η διοίκηση της 1ης Μεραρχίας για τις μονάδες που συμμετέχουν στην καταστροφή, περιλαμβάνουν εφαρμογή της διαταγής του Χίτλερ, «μια μνημειώδη για το εγκληματικό πνεύμα διαταγή, στην οποία αναφέρεται ρητά ότι η ζωή στις κατεχόμενες περιοχές δεν αξίζει τίποτε»!
Πρόκειται για την υπ” αρ. 002060/16.9.1941 διαταγή του Γενικού Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων, που υπογράφεται από τον στρατηγό Kάιτελ και αφορά την αντιμετώπιση της αντίστασης στις χώρες, που είχε κατακτήσει η Βέρμαχτ:
«…Τα μέχρι τώρα ληφθέντα μέτρα για την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής εξέγερσης αποδείχθηκαν εν γένει αναποτελεσματικά. Ο Φύρερ διέταξε ότι από τώρα και στο εξής θα γίνεται παντού χρήση των πλέον αυστηρών μέτρων, προκειμένου να εξουθενωθεί σε συντομότατο χρονικό διάστημα αυτό το κίνημα.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο, ο οποίος εφαρμόστηκε πάντοτε με επιτυχία στη ιστορία της εξάπλωσης της ισχύος από μεγάλους λαούς, μπορεί να εμπεδωθεί η ησυχία. Σχετικά με το ζήτημα αυτό ισχύουν οι παρακάτω οδηγίες:
α) Σε κάθε περίπτωση αντίστασης κατά των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων, και ανεξάρτητα από το πώς είναι κάθε φορά οι πραγματικές περιστάσεις, η αντίσταση πρέπει να αποδίδεται σε κομμουνιστικά αίτια.
β) Προκειμένου να παταχθεί η αντίσταση εν τη γενέσει της, πρέπει στην πρώτη κιόλας περίπτωση, χωρίς χρονοτριβή, να γίνει χρήση των πιο σκληρών μέσων για να εμπεδωθεί το κύρος των κατοχικών δυνάμεων και να προληφθεί η εξάπλωση του φαινομένου.
Ως προς αυτό, δέον να ληφθεί υπόψη ότι η ανθρώπινη ζωή στις εν λόγω χώρες δεν σημαίνει απολύτως τίποτε και ότι το αποτρεπτικό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μόνο μέσω ασυνήθιστης σκληρότητας.
Ως αντίποινο για την απώλεια ζωής ενός Γερμανού στρατιώτη πρέπει, γενικά σ” αυτές τις περιπτώσεις, να θεωρείται λογική η εκτέλεση 50-100 κομμουνιστών. Ο τρόπος της εκτέλεσης πρέπει να ενισχύει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα».
Ο διοικητής της 1η Μεραρχίας στην Ήπειρο, στρατηγός Φον Στέτνερ, στις 13.9.1943 εξέδωσε επίσημη διαταγή προς τις μονάδες του, σύμφωνα με την οποία «πάσα απόπειρα κατά της ακεραιότητος εναντίον Γερμανού στρατιώτου συνεπάγεται τον θάνατον δέκα Ελλήνων πολιτών».
Από τη μελέτη των γερμανικών αρχείων προκύπτει ότι το καθεστώς της εποχής είχε ισχυρά στερεότυπα και προκαταλήψεις που οδήγησαν στη «λύση» της εξαφάνισης των Εβραίων, αλλά παράλληλα έκαναν και φυλετικό διαχωρισμό μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Πίστευαν ότι υπάρχουν καθαρές φυλές και φυλές με μικρές η μεγάλες αναμείξεις.
Όπως αναφέρει ο καθηγητής Αθ. Γκότοβος, υπάρχει για τους κατοίκους των Βαλκανίων, και τους Έλληνες θεωρία, η οποία τους κατατάσσει ανάμεσα στους «μη καθαρούς λαούς». Η θεωρία αυτή άρχισε να αναπτύσσεται μετά τη μάχη της Κρήτης και οι Γερμανοί κατακτητές αρχίζουν να δείχνουν ένα πολύ επιθετικό πρόσωπο, προς την Ελλάδα.
Για τους Έλληνες, τα γερμανικά αρχεία παραθέτουν τη θεωρία ότι είναι ένα είδος μιγάδων της Ανατολικής Μεσογείου και ότι δεν είναι απόγονοι της αρχαίας ελληνικής φυλής. Ουσιαστικά υιοθέτησαν τη θεωρία του Αυστριακού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ για τη φυλετική καταγωγή των Νεοελλήνων.
Μεγάλος ιδεολόγος στο φυλετικό ζήτημα, πατέρας αυτής της θεωρίας, ήταν γνωστός ναζιστής Άλφρεντ Ρόζεμπεργκ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο στην δίκη της Νυρεμβέργης και εκτελέστηκε.
Με συντηρητικούς υπολογισμούς, τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας στην Ήπειρο, από το καλοκαίρι του 1943 έως τον Οκτώβριο του 1944, ανέρχονται στους 5.000 εκτελεσθέντες, ανάμεσα τους 2.800 Εβραίοι.
Τα σπίτια που λεηλάτησαν και παρέδωσαν στις φλόγες είναι 4.000, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι κάηκαν ολοσχερώς πολλά χωριά του Ζαγορίου. Ελάχιστα είναι τα χωριά στην Ήπειρο που δεν έγιναν στόχος εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, είτε γιατί ήταν απομακρυσμένα από τους οδικούς άξονες, ή δεν είχαν αντάρτες του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε, μέσω της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, στη γερμανική Δικαιοσύνη περίπου 800 υποθέσεις που αφορούσαν εγκλήματα πολέμου, από όργανα του γερμανικού κράτους κατά τη διάρκεια της κατοχής. Καμία από αυτές τις υποθέσεις δεν έφτασε στο ακροατήριο και όλες τέθηκαν στο αρχείο.
Tags: αθηνα, Άρτα, εκτελέσεις, Ελλάδα, Έλληνες, Θεσπρωτία, καθηγητής, καλοκαίρι, Κρήτη, μάχη, πατέρας, περίοδος, Πολιτική, τρομοκρατια, χρόνια