Προκόπης Κωφός
Τμήμα Χημείας ΑΠΘ
Το βασικό λάθος που μπορεί να κάνει κανείς σε μια ανάλυση για την αξιολόγηση των πανεπιστημίων είναι να θεωρεί πως άλλο πράγμα είναι η αξιολόγηση «αυτή καθεαυτή» και άλλο πράγμα η καθιέρωση και η αξιοποίησή της από αυτούς που την καθιέρωσαν και από όσους θα ήθελαν να την αξιοποιήσουν. Όμως, η αξιολόγηση «αυτή καθεαυτή» και η αξιολόγηση ως προωθούμενη πολιτική είναι απόλυτα συνυφασμένες. Αν η αξιολόγηση «αυτή καθεαυτή» ήταν μια καλή ιδέα και ……
μπορούσε να λειτουργήσει τεχνοκρατικά για τη βελτίωση, για παράδειγμα, της διδασκαλίας και της έρευνας στην Ανώτατη Εκπαίδευση θα είχε εισαχθεί ως θεσμός προ πολλού! Είναι απλοϊκό να δεχτούμε πως όλοι οι προηγούμενοι και σε όλα τα επίπεδα, έξωθεν, άνωθεν και εκ των ένδον, δεν το σκέφτηκαν και δεν την αξιοποίησαν, αν δεχτούμε πως θα μπορούσε να λειτουργήσει βελτιωτικά. Ως εκ τούτου, είναι σχεδόν αυτονόητο πως προωθείται τώρα για να υπηρετήσει άλλους σκοπούς και άλλες επιδιώξεις και όχι τη βελτίωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ειδικότερα, για τα ΑΕΙ, η οποιαδήποτε αξιολόγηση και με οποιαδήποτε κριτήρια, βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα που πρέπει να χαρακτηρίζει την Ανώτατη Εκπαίδευση, δηλαδή την ελεύθερη εξέλιξη της διδασκαλίας και της έρευνας που αναζητά το καινούριο, διότι τα υποτάσσει και τα καθηλώνει στα δεδομένα και τις απαιτήσεις της τρέχουσας κατάστασης, με βάση τα οποία θα γίνει η αξιολόγηση αυτή.
Η εμπειρία που υπάρχει και η μεταφορά της στα Τμήματα
Η αξιολόγηση, που αναφέρεται φυσικά στο δημόσιο τομέα, προέκυψε άνωθεν ως μέρος της γενικότερης προωθούμενης πολιτικής του περιορισμού του δημόσιου τομέα (λιγότερο κράτος) και της λειτουργίας του με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια (περισσότερο «αποδοτικό» κράτος). Και ο περιορισμός και η αποδοτικότητα έχουν δύο βασικούς στόχους: Πρώτος στόχος είναι η παροχή ζωτικού χώρου στον ιδιωτικό τομέα, που, σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, δεν μπορεί να προσβλέπει σε κέρδη από νέες επενδύσεις σε άλλους παραγωγικούς τομείς και ενδιαφέρεται για τους τομείς του Δημοσίου (Παιδεία, Υγεία κ.τ.λ.), που, ως εκ της φύσεώς τους, να καλύπτουν βασικές ανάγκες της κοινωνίας, μπορούν να του προσφέρουν εγγυημένα κέρδη. Δεύτερος στόχος, είναι ο περιορισμός των δαπανών του κράτους για κοινωνικές παροχές (Παιδεία, Υγεία κ.τ.λ.), ώστε να εξοικονομηθούν κονδύλια για την «ανάπτυξη», δηλαδή την επιδότηση των κερδών στον ιδιωτικό τομέα. Για να επιτευχθεί, για παράδειγμα, ο περιορισμός και η αποδοτικότητα του τομέα καθαριότητας, δηλαδή η επιδίωξη να έχουμε το ίδιο τουλάχιστον επίπεδο υπηρεσιών με μικρότερη δαπάνη, αντικαταστάθηκαν οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι καθαριότητας των πανεπιστημίων αρχικά με εργολαβικούς και τώρα από εταιρείες. Οπότε, με αυτόν τον τρόπο, και το κράτος δαπανά λιγότερα εξοικονομώντας κονδύλια για την «ανάπτυξη», δηλαδή την επιδότηση των κερδών στον ιδιωτικό τομέα, και ο ιδιωτικός τομέας έχει κέρδη από μια δραστηριότητα από την οποία μέχρι πρότινος δεν είχε. Το ίδιο επιχειρήθηκε και με τους διοικητικούς υπαλλήλους, που, με μοχλούς την αξιολόγηση και τη διαθεσιμότητα, προσπάθησαν να κάνουν απολύσεις υπαλλήλων του Δημοσίου με αυξημένα δικαιώματα (λιγότερο κράτος), για να τους αντικαταστήσουν με υπαλλήλους εταιρειών, με συνέπεια κέρδη για τον ιδιωτικό τομέα και μεγαλύτερη διείσδυσή του στη λειτουργία των πανεπιστημίων. Η αξιολόγηση των Τμημάτων, που είναι σε εξέλιξη, σε συνδυασμό φυσικά με τη δραστική μείωση των πιστώσεων, τη μη ανανέωση του προσωπικού που αποχωρεί, τις αναδιαρθρώσεις και όλα τα άλλα που προωθούνται από τους πρόσφατους νόμους έχουν ακριβώς τους ίδιους στόχους: Τον περιορισμό του δημόσιου χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, τη λειτουργία της με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και επομένως τη σταδιακή ανατροπή του δημόσιου χαρακτήρα της. Η αξιολόγηση του προσωπικού σχετίζεται φυσικά με τις απολύσεις για να προκύψει πόσο «χρήσιμος» είναι ο καθένας και ποιοι είναι οι «καταλληλότεροι» για τους νέους στόχους που έχουν τεθεί, για να φανεί πόσοι και ποιοι περισσεύουν! Η δε αξιολόγηση των Τμημάτων σχετίζεται με τις αναδιαρθρώσεις, για να προκύψει ποια Τμήματα θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στη λειτουργία με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια για να διατηρηθούν και ποια δε θα μπορέσουν για να εξαλειφθούν ή να μετεξελιχθούν καταλλήλως. Ουσιαστικά, το βασικό κριτήριο με το οποίο θα αξιοποιηθούν οι αξιολογήσεις των Τμημάτων από την κυβέρνηση είναι η δυνατότητα λειτουργίας με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και η ανταπόκριση και προσαρμογή των σπουδών, των πτυχίων, των προγραμμάτων σπουδών, της διδασκαλίας και του περιεχομένου των μαθημάτων στις ανάγκες της αγοράς, με άλλα λόγια, το βασικό κριτήριο θα είναι η προοπτική της ιδιωτικοποίησης. Για την έννοια της αξιολόγησης και την αξιοποίησή της
Η αξιολόγηση, από τη σκοπιά αυτών που θέλουν να ανατρέψουν το δημόσιο χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, είναι ομολογουμένως μια ιδιαίτερα επικοινωνιακή και θα έλεγα «ύπουλη» πολιτική για διάφορους λόγους.
Καταρχήν, η ίδια η αξιολόγηση έχει θετικό περιεχόμενο, γιατί ως έννοια εκφράζει την αναζήτηση του σημαντικού, του άξιου λόγου, και μπορεί κανείς να τη θεωρήσει ως «αυτή καθεαυτή» και να τη διαχωρίσει από τους σκοπούς για τους οποίους προωθείται. Αυτό είναι το βασικό λάθος που κάνουν και άνθρωποι καλών προθέσεων που, αν και είναι αντίθετοι με την ανατροπή του δημόσιου χαρακτήρα των πανεπιστημίων, κάνοντας δεκτή την αξιολόγηση «αυτή καθεαυτή» αποδέχονται και την αξιοποίησή της για να μετατραπούν τα πανεπιστήμια σε οργανισμούς που θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Κατά δεύτερον, ο επικοινωνιακός χαρακτήρας της αξιολόγησης ως προωθούμενης πολιτικής ενισχύεται από το γεγονός πως σε κάθε προς αξιολόγηση χώρο, υπάρχει αντικειμενικά μια διαβάθμιση ποιότητας, υπάρχει διαβαθμισμένα το καλύτερο έως το λιγότερο καλό και ακόμα ίσως και το χειρότερο, οπότε με την αξιολόγηση αναδεικνύεται η διαβάθμιση αυτή, που, σε συνδυασμό με μια επιχείρηση συρρίκνωσης ενός χώρου, δίνει τη δυνατότητα, για παράδειγμα, να απομακρυνθούν εργαζόμενοι ή να εξαλειφθούν ή να συρρικνωθούν ή να συγχωνευτούν μονάδες, Τμήματα εν προκειμένω ή Σχολές, με πρόσχημα την εξυγίανσή τους, αντί της αξιοποίησης όλων των υπαρχουσών δυνάμεων όλων των διαβαθμίσεων για το μέγιστο δυνατό όφελος. Πράγματι, αν ήθελε κανείς να επιτύχει το μέγιστο δυνατό όφελος σε ένα χώρο δεν θα έκανε «αξιολόγηση», κάτι που του δίνει τη δυνατότητα να διατηρεί τους σκοπούς και τις προθέσεις του στο σκοτάδι, αλλά «έλεγχο λειτουργίας», με σκοπό να λειτουργήσει καλύτερα η αντίστοιχη μονάδα.
Επιπλέον και σημαντικότερο, η έννοια της αξιολόγησης ως προωθούμενης πολιτικής εισάγει φυσικά την ανάγκη ύπαρξης κριτηρίων αξιολόγησης. Τα κριτήρια όμως αυτά μπορεί να υπάρχουν σε δύο επίπεδα: Πρώτο, τα κριτήρια, τεχνοκρατικά κατά κύριο λόγο, για μια αξιολόγηση «αυτή καθεαυτή», με βάση τα οποία συντάσσεται η έκθεση της αξιολόγησης και δεύτερο τα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν κατά την αξιοποίηση της έκθεσης αξιολόγησης, που παραμένουν στο παρασκήνιο και συνάδουν με τους σκοπούς για τους οποίους προωθήθηκε η πολιτική της αξιολόγησης.
Με άλλα λόγια, η εκάστοτε κυβέρνηση, η εξουσία, διατηρεί στο ακέραιο τη δυνατότητα να αξιοποιεί τις εκθέσεις αξιολόγησης όπως θέλει, όπως τη βολεύει, με βάση τα δικά της κριτήρια, με βάση την πολιτική που προωθεί! Το γεγονός πως εκθέσεις αξιολόγησης Τμημάτων, που έγιναν εδώ και μερικά χρόνια, δεν αξιοποιήθηκαν μέχρι τώρα από τα ίδια τα Τμήματα για τη βελτίωση της λειτουργίας τους, αποδεικνύει πως ο μόνος που μπορεί να αξιοποιήσει πρακτικά τις εκθέσεις αξιολόγησης είναι μόνον αυτός που τις θεσμοθέτησε, δηλαδή η κυβέρνηση, και φυσικά θα τις αξιοποιήσει για να προωθήσει τις δικές της επιδιώξεις. Μερικά παραδείγματα από τις εκθέσεις αξιολόγησης που συντάσσονται
Οι εκθέσεις αξιολόγησης, που συντάσσονται ήδη, φυσικά και συντάσσονται με βάση τεχνοκρατικά κατά κύριο λόγο κριτήρια, ως εκθέσεις «αυτές καθαυτές», παίρνοντας φυσικά υπόψη και αντικειμενικά δεδομένα της κατάστασης που επικρατεί. Οι επιτροπές αξιολόγησης δεν ήταν δυνατόν, φυσικά, να χρησιμοποιήσουν εξαρχής τα πολιτικά κριτήρια που έχει υπόψη της η κυβέρνηση για να καταλήξουν στις εκθέσεις τους. Το γεγονός πως πολλές από αυτές τις εκθέσεις μπορούν να θεωρηθούν ως «ικανοποιητικές» έως «πολύ θετικές» για τα Τμήματα, δε σημαίνει πρακτικά απολύτως τίποτα. Δεν πρόκειται να γίνει κάποια δίκη στην οποία θα προσέλθουν οι εμπλεκόμενοι και οι κάθε λογής ενδιαφερόμενοι, για να παρθούν αποφάσεις για τα Τμήματα και στην οποία θα δικαιωθούν τα Τμήματα και οι Σχολές λόγω των «ικανοποιητικών» ή «θετικών» εκτιμήσεων που υπάρχουν στις αξιολογήσεις τους. Τις αποφάσεις θα τις πάρει η κυβέρνηση από μόνη της, αξιοποιώντας οποιοδήποτε στοιχείο των εκθέσεων αξιολογήσεων τη βολεύει με βάση τα δικά της κριτήρια.
Οποιαδήποτε «παρατήρηση» ακόμα και «ήσσονος σημασίας», οποιαδήποτε «κριτική», οποιοδήποτε «συζητήσιμο» σημείο, οποιαδήποτε «δυσχερώς εφαρμόσιμη» ή «ξένη προς την ελληνική πραγματικότητα» υπόδειξη που περιλαμβάνεται στην έκθεση, όλα αυτά και οτιδήποτε άλλο θα της ήταν χρήσιμο, η κυβέρνηση θα τα αξιοποιήσει πρακτικά για να προωθήσει τη δική της πολιτική που ξέρουμε ποια είναι: συρρίκνωση, αναδιαρθρώσεις, ανατροπή του δημόσιου πανεπιστημίου και λειτουργία των Σχολών και των Τμημάτων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή η πολιτική της ιδιωτικοποίησης. Η επίκληση των «θετικών», για να αναστρέψουμε το κλίμα που έχουν διαμορφώσει στην περίφημη «κοινή γνώμη» τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ούτε αυτή πρακτικά μπορεί να λειτουργήσει, γιατί το κλίμα αυτό δημιουργήθηκε τεχνηέντως και περιπτωσιολογικά με βάση επιμέρους αδυναμίες και προβλήματα, που πάντα υπάρχουν και θα υπάρχουν, για να προωθηθεί η πολιτική των κυβερνήσεων. Αν δουν πώς θα επιχειρηθεί από τα πανεπιστήμια η ανατροπή αυτού του κλίματος θα επανέλθουν με νέο βόρβορο «στοιχείων» σε βάρος των πανεπιστημίων, αξιοποιώντας και δυνάμεις εκ των ένδον, όπως φιλοκυβερνητικές, συνδικαλιστικές παρατάξεις στο ΑΠΘ που επιχείρησαν πρόσφατα να επαναφέρουν το θέμα της οικογενειοκρατίας.
Λόγω του τεχνοκρατικού τους χαρακτήρα και δεδομένου του περιορισμού των πιστώσεων, η έκθεση αξιολόγησης, για παράδειγμα μεγάλου Τμήματος του ΑΠΘ, προτείνει «οικονομική ανεξαρτησία» του Τμήματος, δηλαδή ουσιαστικά αναζήτηση κονδυλίων είτε από δίδακτρα είτε από τον ιδιωτικό τομέα με παροχή υπηρεσιών. Η πρόταση αυτή για οικονομική ανεξαρτησία είναι ουσιαστικά μια σαφής οδηγία της έκθεσης αξιολόγησης για λειτουργία του Τμήματος με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, που το Τμήμα είναι υποχρεωμένο να αποδεχτεί ως μοναδικό τρόπο για να επιβιώσει λόγω του περιορισμού των κονδυλίων που λαμβάνει από την πολιτεία και, επομένως, ενισχύεται μέσω της αξιολόγησης η πολιτική της κυβέρνησης για μετατροπή των πανεπιστημίων σε οργανισμούς που θα απολέσουν, σταδιακά έστω, το δημόσιο χαρακτήρα τους και θα λειτουργούν ως επιχειρήσεις.
Ένα δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από την έκθεση αξιολόγησης ενός άλλου μεγάλου Τμήματος του ΑΠΘ. Η «υπόδειξη» της αξιολόγησης για «περισσότερες ξενόγλωσσες δημοσιεύσεις» δεν είναι καθόλου «ήσσονος σημασίας»! Απεναντίας είναι καθοριστικής σημασίας για μια κυβέρνηση που θέλει να τεκμηριώσει, για παράδειγμα, μια συρρίκνωση του Τμήματος αυτού με το επιχείρημα πως δεν ανταποκρίνεται στο διακηρυγμένο στους νόμους – πλαίσιο στόχο της για άνοδο των Σχολών στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πολύ περισσότερο, μπορεί να αξιοποιηθεί στην κατεύθυνση της συρρίκνωσης η παρατήρηση της έκθεσης αξιολόγησης του ίδιου Τμήματος του ΑΠΘ πως το Τμήμα «προσφέρει δήθεν υπέρμετρα μεγάλο αριθμό μαθημάτων επιλογής στα προγράμματα σπουδών» του. Βεβαίως, θα μπορούσε να πει κανείς πως, με βάση το κριτήριο της «πολύπλευρης μόρφωσης των φοιτητών και φοιτητριών», αυτή η παρατήρηση λειτουργεί υπέρ του Τμήματος, αλλά όπως έχω εξηγήσει παραπάνω άλλο είναι το κριτήριο, με βάση το οποίο θα αξιολογηθεί αυτή η παρατήρηση. Σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, η «πολύπλευρη μόρφωση των φοιτητών και φοιτητριών» δεν ενδιαφέρει, αυτό που ενδιαφέρει είναι η λειτουργία του Τμήματος με λιγότερο προσωπικό και λιγότερα κονδύλια (μέγιστη αποδοτικότητα) και επομένως τα πολλά μαθήματα επιλογής είναι περιττά, εκτός φυσικά αν μπορέσει το Τμήμα να αποδείξει πως μπορεί να εξασφαλίσει από μόνο του το προσωπικό και τα κονδύλια που απαιτούνται για τη στήριξη των μαθημάτων αυτών. Αν όμως μπορέσει να το αποδείξει αυτό, τότε ή θα βρίσκεται σε διαδικασία μετατροπής ή θα έχει ήδη μετατραπεί σε επιχείρηση!
Από όλα τα παραπάνω, προκύπτει πως η αξιολόγηση και οι εκθέσεις αξιολόγησης μπορούν να λειτουργήσουν και να αξιοποιηθούν μόνο προς μια κατεύθυνση, αυτή της προώθησης της κυβερνητικής πολιτικής, δηλαδή της ανατροπής του δημόσιου πανεπιστημίου και της λειτουργίας του με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια! Να γιατί η αξιολόγηση θα βγει σε κακό για τη Δημόσια Ανώτατη Εκπαίδευση, τη δωρεάν μόρφωση και την ελεύθερη έρευνα και διδασκαλία!
Προκόπης Κωφός
Τμήμα Χημείας ΑΠΘ