Γιατί οι λύκοι επέστρεψαν στην Πάρνηθα – Οι πυρκαγιές, η ανάκαμψη του οικοσυστήματος και η εισβολή… των ανθρώπων

Μετά τις πυρκαγιές του 2007, περίπου είκοσι πέντε λύκοι επέστρεψαν στην Πάρνηθα ακολουθώντας την… τροφή τους, τα ελάφια — Η επανεμφάνισή των απειλούμενων με εξαφάνιση και προστατευομένων σαρκοβόρων θεωρείται θετική ένδειξη ανάκαμψης του οικοσυστήματος — Γιατί δεν πρέπει να τα ταϊζουν  οι άνθρωποι

Ο «καλός λύκος» δεν υπάρχει, ούτε θα μπορούσε να έχει υπάρξει ποτέ — στην πραγματική ζωή τουλάχιστον αφού πρόκειται για ένα άγριο ζώο και μάλιστα απειλούμενο με εξαφάνιση. Γι’ αυτό και όσοι προσπαθούν να ταΐσουν τους λύκους π.χ. στην Πάρνηθα, είτε επειδή πιστεύουν ότι κατ’ αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνουν τα ζωοφιλικά τους αισθήματα, είτε επειδή απλώς επιδιώκουν να φωτογραφίσουν από κοντά τα μυστηριώδη σαρκοβόρα, το αποτέλεσμα είναι να προκαλείται μια επικίνδυνη σύγχυση.

Το ότι ο λύκος εξημερώνεται πολύ δύσκολα ή και καθόλου αποτελεί θεμελιώδες αξίωμα, αλλά και, όπως αποδεικνύεται, γίνεται επίσης αφετηρία αλλεπάλληλων παρανοήσεων. Η κυριότερη από αυτές είναι ότι όσο περισσότερο οι λύκοι εξοικειώνονται με τον άνθρωπο, τόσο περισσότερο εφικτή μοιάζει η ειρηνική συμβίωση μεταξύ τους.

Ξαφνικά όμως ένας λύκος αρπάζει το σκυλί μιας οικογένειας στην Πάρνηθα και η συμφιλίωση μεταξύ των ειδών ναυαγεί, προφανέστατα με υπαίτιο τον λύκο και την ανήμερη φύση του — ή μήπως όχι; Οπως εξηγούν στελέχη της Περιβαλλοντικής Οργάνωσης για την Αγρια Ζωή και τη Φύση «Καλλιστώ», συνιστά σφάλμα με ενδεχομένως ολέθρια αποτελέσματα η εκδήλωση φιλίας εκ μέρους των ανθρώπων, συνήθως προσφέροντας τροφή σε ένα μεγάλο σαρκοβόρο όπως ο λύκος.


Διότι κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται μια πλαστή αίσθηση οικειότητας, οπότε τα ζώα ενθαρρύνονται να πλησιάζουν ανθρώπους και κατοικίδια. Η προσέγγιση αυτή, εντελώς εσφαλμένα, συγχέεται με την εξημέρωση. Οι λύκοι πλησιάζουν τους ανθρώπους επειδή οσμίζονται και επιζητούν τροφή, η εξοικείωση εύκολα βγαίνει εκτός ορίων και τότε προκύπτει η αναπάντεχη για τον άνθρωπο, αλλά εντελώς προβλέψιμη στο φυσικό περιβάλλον επίθεση του λύκου.

Μια άλλη παρεξήγηση σχετίζεται με το γεγονός ότι οι λύκοι είναι κοινωνικά ζώα — αυτό όμως ισχύει για τον τρόπο της δικής τους ζωής, δηλαδή του αγελαίου βίου, όχι του συγχρωτισμού με ανθρώπους και οικόσιτα. Αντιθέτως, οι περισσότερες ράτσες σκύλων, εκτός π.χ. από τους ειδικά εκπαιδευμένους ποιμενικούς, ερεθίζουν τους λύκους σαν λεία, εξ ου και οι λύκοι χιμούν ακαριαία να κατασπαράξουν τα σκυλιά. Επίσης, η αντίληψη της κοινωνικότητας που διαθέτει ο λύκος δεν είναι σύνθετη, αλλά στοιχειώδης και πρωτόγονη.

Περιορίζεται στην αντίληψη των ρόλων αφέντη και δούλου ή κυρίαρχου και κυριαρχούμενου. Γι’ αυτό και οι ειδικοί συνιστούν σε όποιον τυχαίνει να διασταυρωθεί με λύκο, να υιοθετήσει αμέσως μια έντονα επιθετική στάση, έτσι ώστε το ζώο να φοβηθεί και να υποχωρήσει. Με τους λύκους προβληματικά είναι τα ανοίγματα φιλίας και όχι οι απωθήσεις, οι οποίες διαφυλάττουν τα όρια όπως αυτά έχουν τεθεί από την ίδια τη φύση. Υπ’ αυτό το πρίσμα, με το να ταΐζει κάποιος τους λύκους, όποια και αν είναι η σκοπιμότητά του, προκαλεί σοβαρή διαταραχή στο οικοσύστημα, μεγιστοποιώντας αναίτια και αφελώς τον κίνδυνο επίθεσης.

Ενας μεγάλος σκύλος;

Η μορφή του λύκου ταυτίζεται με το σύμβολο της αρχέγονης αγριότητας, της θανάσιμης σαρκοβόρου απειλής που ξεχύνεται μέσα από τη σκοτεινή καρδιά του δάσους. Από εκεί εφορμούν και εκεί επιστρέφουν οι λύκοι πάντοτε, αφού χορτάσουν την παροιμιώδη πείνα και αφού ικανοποιήσουν το φονικό ένστικτό τους.


Ο λύκος είναι η διαρκής αιμοσταγής υπόμνηση ότι το είδος του παραμένει επικίνδυνο, αμείωτα και απαράλλαχτα, εδώ και 1 εκατομμύριο χρόνια. Με δεδομένο αυτό το στερεότυπο, όπως έχει καλλιεργηθεί από χιλιετίες διηγήσεων, προφορικών και γραπτών, μέσα από τη λαϊκή φαντασία, τη λογοτεχνία και ευρύτερα την τέχνη, ο λύκος προσωποποιεί πιο πειστικά από οποιοδήποτε άλλο ζώο τον τρόμο του Δυτικού ανθρώπου απέναντι στην ωμή, απρόβλεπτη βία της φύσης.

Στην πραγματικότητα ο λύκος κατά κανόνα δεν επιτίθεται στον άνθρωπο. Εντούτοις, παραμένει ένας από τους πλέον αδυσώπητους θηρευτές του ζωικού βασιλείου, κυκλοφορεί ελεύθερος κοντά σε κατοικημένες περιοχές, ενώ ταυτόχρονα η στενή συγγένειά του με τον σκύλο τον κάνει να μοιάζει παραπλανητικά οικείος. Μάλιστα, ίσως αυτή η φυσιογνωμική ομοιότητα να συνιστά παράγοντα ενισχυτικό των παγιωμένων αντιλήψεων που αφορούν τους λύκους.

Βάσει αυτών των προκαταλήψεων, η κυρίαρχη άποψη στιγματίζει τον λύκο συλλήβδην και εξ ορισμού, άνευ ελαφρυντικών ή οποιασδήποτε δικαιολογίας, σαν τον «κακό» πρωταγωνιστή κάθε επεισοδίου, όπως το πρόσφατο με την επίθεση στην Πάρνηθα: Ενας αγριεμένος λύκος ξεπήδησε από το πουθενά και άρπαξε με τα δόντια του το σκυλί του Νίκου Νικολακόπουλου, γνωστού από τη μακρά και επιτυχημένη σταδιοδρομία του ως διευθυντή μουσικών ραδιοφωνικών σταθμών, εσχάτως δε του My Radio 104,6.

Ήταν «εισβολέας» ο σκύλος;

Οι πιο θερμοκέφαλοι, όπως φάνηκε μέσα από τη φιλολογία που αναπτύχθηκε ακαριαία στα social media, τέθηκαν επί ποδός πολέμου, έτοιμοι να πάρουν τις καραμπίνες και να καθαρίσουν την Πάρνηθα από τους λύκους-φονιάδες που επιτίθενται θρασύτατα στα ανυπεράσπιστα κατοικίδια. Υπό τη δική τους οπτική αποκλείεται εντελώς η αντίστροφη εκδοχή, δηλαδή το ενδεχόμενο ο «εισβολέας» στον βιότοπο ενός άλλου ζώου να μην ήταν ο λύκος, αλλά το εξημερωμένο κατοικίδιο, εν προκειμένω ο σκύλος της οικογένειας Νικολακόπουλου.


Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο διδάκτωρ Βιολογίας Γιώργος Ηλιόπουλος στην εκτεταμένη και συστηματική έρευνά του για τους λύκους στην Ελλάδα σε βάθος 20ετίας, η υπ’ αριθμόν 1 απειλή για το είδος είναι η εσκεμμένη θανάτωση από τον άνθρωπο.

Συγκεκριμένα, σε ποσοστό που αγγίζει το 35%, οι θάνατοι λύκων στη χώρα μας οφείλονται σε εμπρόθετη ανθρώπινη ενέργεια. Παραπλήσιο είναι το στατιστικό μέγεθος για τους λύκους που χάνουν τη ζωή τους από τροχαία δυστυχήματα. Συνολικά, δηλαδή, περίπου 7 στους 10 λύκους σκοτώνονται από τον άνθρωπο στη χώρα μας, εξεπίτηδες ή και όχι. Ωστόσο, το κατά πόσο η εκκαθάριση των λύκων πρέπει να εκτελείται κατά το δοκούν αποτελεί ένα ζήτημα ευρύτερο και σύνθετο.

Με άλλα λόγια, το αν πρέπει οι λύκοι να θανατώνονται με συνοπτικές διαδικασίες εξαρτάται από μια συστοιχία παραγόντων που άπτονται της ασφάλειας ανθρώπων και ζώων, της οικονομίας, της ηθικής, της νομοθεσίας ή ακόμη και των εσωτερικών νόμων της πανίδας

Ο χρήσιμος θηρευτής

Ηδη από τον πρόλογο της μελέτης του με τίτλο «Η κατάσταση διατήρησης του λύκου στην Ελλάδα — Ζητήματα σύγκρουσης και τρόποι αντιμετώπισης», ο δρ Ηλιόπουλος επισημαίνει κάτι που οι επίδοξοι εξολοθρευτές των λύκων θεωρούν ανεπίτρεπτη πρόκληση: «Η επάνοδος των μεγάλων σαρκοφάγων στην Ευρώπη τις τελευταίες λίγες δεκαετίες και του λύκου ειδικότερα σηματοδοτεί ένα ελπιδοφόρο γεγονός -την επανάκαμψη των ορεινών και ημιορεινών χερσαίων οικοσυστημάτων, ως αποτέλεσμα εφαρμογής πολιτικών προστασίας της φύσης αλλά και άλλων σημαντικών κοινωνικό-οικονομικών αλλαγών, όπου ο λύκος ως φυσικός θηρευτής διαδραματίζει σημαντικό ρόλο».

Αυτό σημαίνει, ειδικά για την Πάρνηθα όπου η περιβαλλοντική καταστροφή μετά το τελευταίο κύμα πυρκαγιών είναι τραγικά εκτεταμένη, ότι η εμφάνιση των λύκων είναι απόδειξη της προσπάθειας που καταβάλλει το οικοσύστημα προκειμένου να ανακάμψει. Η λεγόμενη βιοποικιλότητα αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα ότι η φύση πασχίζει να κλείσει τις πληγές της και να αναγεννηθεί.


Προφανώς αποτελεί μέγα σφάλμα η υποτίμηση της επικινδυνότητας των λύκων για τον άνθρωπο και πολλές από τις οργανωμένες δραστηριότητες που αναπτύσσονται στο φυσικό περιβάλλον, όπως π.χ. η κτηνοτροφία. Οι λύκοι παραμένουν άγριοι σαρκοφάγοι κυνηγοί, οι οποίοι περιφέρονται αγεληδόν ή και κατά μόνας, αναζητώντας τη λεία τους μεταξύ άλλων ζώντων θηλαστικών, ήμερων και άγριων, ή ακόμη και νεκρών.

Στο άλλο άκρο, ωστόσο, βρίσκεται η αντίληψη του λύκου σαν ενός επιβλαβούς παρασίτου, σαν ένα είδος ζωής που θα πρέπει να καταπολεμάται έως ότου εν τέλει εκλείψει εντελώς. Επ’ αυτού είναι χαρακτηριστικά όσα υποστηρίζει το κόμμα των Ελλήνων Οικολόγων-Πρασίνων που αναφέρεται στη συμβολή άγριων ζώων όπως οι λύκοι στην ταχύτερη ανάπλαση των καμένων εκτάσεων, περιορίζοντας κάπως την ανεξέλεγκτη βόσκηση. Σχηματικά, τα ελεύθερα ζώα που έχουν ως βιότοπό τους τις εναπομείνασες δασικές εκτάσεις της Πάρνηθας, προκειμένου να τραφούν, καταστρέφουν μεγάλο μέρος της νέας βλάστησης.

Εάν, υποθετικά, εξαφανίζονταν οι λύκοι, άγρια ζώα όπως π.χ. τα ελάφια, τα ζαρκάδια και τα αγριογούρουνα θα ζούσαν περισσότερο, θα αναπαράγονταν περισσότερο, αυξάνοντας παράλληλα την πίεση στην τοπική χλωρίδα. Ομως, σαρκοφάγα όπως οι λύκοι, έστω και με το αποτρόπαιο θέαμα του κατασπαραγμού των θυμάτων τους, βοηθούν τη φύση να συντηρεί τον κύκλο της ζωής χωρίς χάσματα ανάμεσα στους κρίκους της τροφικής αλυσίδας.

Μέσα στην αγέλη

Ο λύκος στην Ελλάδα αποτελεί προστατευόμενο είδος, καθώς διατρέχει άμεσο κίνδυνο εξαφάνισης. Ως απειλούμενο είδος, προφανώς, οι λύκοι δεν μπορούν να αφθονούν στην Ελλάδα, ασχέτως της διόγκωσης που παίρνει η παρουσία τους στο συλλογικό φαντασιακό. Παρ’ όλα αυτά, μια έγκυρη απάντηση στο στοιχειώδες ερώτημα «πόσοι λύκοι υπάρχουν αυτή τη στιγμή στη χώρα;» είναι πολύ δύσκολο να δοθεί, εφόσον ο πληθυσμός των ζώων δεν καταγράφεται συστηματικά. Μια παλαιότερη προσπάθεια απογραφής των λύκων στην ελληνική επικράτεια, το 2016, έκανε λόγο για 189 αγέλες και για ένα ελάχιστο πληθυσμιακό μέγεθος λίγο πάνω από τα 1.000 άτομα.

Σε αυτά όμως δεν περιλαμβάνονται οι «μοναχόλυκοι», οι οποίοι περιφέρονται και αναζητούν τροφή αποσπασμένοι από τη φυσική ομάδα τους. Οι μοναχικοί αυτοί κυνηγοί ενδέχεται να είναι πολυάριθμοι, ίσως 100 ή και 200. Σε ό,τι αφορά το μέσο μέγεθός τους, οι αγέλες λύκων στην Ελλάδα τοποθετούνται στην κατηγορία των 5-6 ζώων, ενώ πολύ σπάνια υπερβαίνουν τα 10

Ενα επιπλέον πρόβλημα για τον ακριβή προσδιορισμό του συνόλου των λύκων στην Ελλάδα είναι η υψηλή θνησιμότητα του είδους, τόσο κατά το πρώτο διάστημα της ζωής των λυκόπουλων τα οποία έρχονται στον κόσμο στερούμενα την όραση και την ακοή, όσο και κατά τη χειμερινή περίοδο. Στην πράξη, χωρίς την τοποθέτηση κυκλώματος αυτόματης φωτογράφησης στα σημεία όπου εντοπίζεται η παρουσία τους, ούτε καν στην Πάρνηθα είναι δυνατόν να καταμετρηθούν με σχετική αξιοπιστία.

Οι λύκοι στον ελλαδικό χώρο απαντώνται με μέση ελάχιστη πυκνότητα 2-3 ζώα ανά 100 τ.χλμ. Ωστόσο, στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας, οι λύκοι ήταν πάντα περισσότεροι απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές, κατ’ αναλογία προς την αφθονία καλών θηραμάτων γι’ αυτούς, όπως είναι τα ελάφια. Βεβαίως, μετά τις τελευταίες πυρκαγιές, το τοπίο στην Πάρνηθα έχει αλλάξει και μαζί με αυτό, μοιραία, η σύνθεση της πανίδας.

Οι λύκοι, ωστόσο, παραμένουν εκεί, όσοι και αν είναι, πέρα από τους 3 οι οποίοι έχουν ταυτοποιηθεί ως συνήθεις ύποπτοι. Εξάλλου, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο λύκος δεν εξαφανίστηκε ποτέ από την Ελλάδα, από την πρώτη του εμφάνιση στα προϊστορικά χρόνια έως σήμερα.

.

Πηγή: Protothema.gr

  

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:      ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ: