Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, λίγες ώρες μετά την εκφώνηση της σημαντικής ομιλίας του στο ημικύκλιο του Στρασβούργου για την κατάσταση της Ευρώπης, όπου παρουσίασε το όραμα του για την αναγέννηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ σε ένα κλειστό κύκλο 6 δημοσιογράφων από μεγάλα μέσα της Ευρώπης τα οποία επέλεξε για να δώσει συνέντευξη, εκμυστηρεύτηκε ότι «το πιο δύσκολο θέμα που αντιμετώπισα στην πολιτική μου ζωή ήταν η Ελλάδα… όταν οι περισσότεροι πίεζαν για να βγει από την Ευρωζώνη».
Στη συνέντευξη συμμετείχαν οι γαλλικές εφημερίδες Le Monde και Liberation, η αυστριακή De Standard, η βελγική Le Soir, η Tagblat του Λουξεμβούργου και το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο.
Ο κ. Γιούνκερ, ερωτηθείς για την σχέση δημοσιονομικής πειθαρχίας και ανάπτυξης και πώς μπορεί αυτή να έρθει στην Ελλάδα χωρίς μεγάλες επενδύσεις, αναφέρθηκε στο Σύμφωνο Σταθερότητας και στις ευκαιρίες που δίνονται. «Προσέφερα εγώ ο ίδιος στην Ελλάδα 35 δισεκατομμύρια για να θέσει σε εφαρμογή μεταρρυθμίσεις που θα ευνοούσαν την απασχόληση. Οι Έλληνες έβαλαν έναν ορισμένο χρόνο για να απορροφήσουν αυτούς τους πόρους. Η Ελλάδα κάνει προσπάθειες και σωστές κινήσεις, πρέπει να το πούμε, μετά από όσα έγιναν όμως για να εξασφαλισθεί η παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Είναι από τις πιο δύσκολες στιγμές που έρχονται στη μνήμη μου για την πολιτική βούληση σε μια εποχή που ήταν πολλοί περισσότεροι εκείνοι που επιθυμούσαν την έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ από εκείνους που ήθελαν με οποιοδήποτε τίμημα να παραμείνει. Και για την κατάσταση της Ελλάδας έχω πλήρη επίγνωση».
Σε ερώτηση για το αν ήταν από τις πιο δύσκολες στιγμές στην καριέρα του, απάντησε «ναι».
Υπενθυμίστηκαν στον κ. Γιούνκερ δηλώσεις του άλλοτε προέδρου της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ όταν είχε ερωτηθεί το 1992 (τότε που ακόμη ήταν στα σπάργανα το κοινό νόμισμα) αν ποτέ θα προσχωρούσε και η δραχμή και είχε πει: «Ναι αλλά θα πρέπει να σφίξουν οι Έλληνες το ζωνάρι και να κάνουν θυσίες». Και του τέθηκε το ερώτημα:
«Σήμερα που η Ελλάδα είναι πλήρες μέλος της ευρωζώνης δεν ζητάνε από τους Έλληνες απλά να σφίξουν μόνο το ζωνάρι αλλά και να ξεντυθούν. Αναρωτιέται λοιπόν ο μέσος Έλληνας, πότε θα σταματήσει η λιτότητα;»
Ο ίδιος απάντησε: «Πρέπει να πούμε ότι οι Έλληνες απέδειξαν ότι έχουν απίστευτο κουράγιο. Κυρίως η πλευρά η πιο φτωχή της ελληνικής κοινωνίας. Όταν ήμουν πρόεδρος στο Eurogroup, λιγότερο τώρα, τηλεφώνησα με διάφορες ευκαιρίες σε φίλους στην Ελλάδα. Μίλησα με την κυβέρνηση αλλά κυρίως θέλησα να μάθω την ατμόσφαιρα και το κλίμα στους δρόμους. Στα φαρμακεία, στα μαγαζιά, στις κλινικές και οι ελληνικές αρχές στο σύνολο τους απαντούσαν ότι αφήνουμε τις μεταρρυθμίσεις για αργότερα. Θα ήταν λιγότερο οδυνηρές αν προχωρούσαν τη στιγμή που έπρεπε. Χρειαζόταν μεγαλύτερο κουράγιο για να διατηρηθεί η Ελλάδα στη ζώνη ευρώ από εκείνο που χρειαζόταν η ίδια η Ελλάδα».
Παράλληλα, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής άσκησε δριμύτατη κριτική στην Τουρκία. Επισήμανε ότι η Τουρκία έχει απομακρυνθεί πολύ από την Ε.Ε και επανέλαβε ότι «οι δημοσιογράφοι ανήκουν στα γραφεία σύνταξης, όχι στις φυλακές. Ο χώρος τους είναι εκεί που επικρατεί η ελευθερία έκφρασης».
Ο κ. Γιούνκερ, σχολιάζοντας τη στάση του Ερντογάν, χαρακτήρισε απαράδεκτες τις προκλήσεις: «Δεν θα δεχθώ ποτέ από ορισμένους πολιτικούς, σημείωσε να προσβάλλουν άλλες χώρες της Ευρώπης και τους ηγέτες τους λέγοντας είστε όλοι ναζί και ρατσιστές».
Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, «έχω την αίσθηση ότι κάποιοι στην Τουρκία επιθυμούν την αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Εκπλήσσομαι γιατί έχω καλές σχέσεις με τον Ερντογάν- ότι δεν χρησιμοποιεί την ίδια γλώσσα όταν μιλάμε στο τηλέφωνο ούτε ο Τούρκος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Πιστεύω ότι όλα αυτά είναι για εσωτερική κατανάλωση».
Όσο για το πάγωμα των διαπραγματεύσεων όπως έχει ζητήσει το Ευρωκοινοβούλιο ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ εκτίμησε ότι δεν θα πρέπει στην Τουρκία να απογοητευτούν αυτοί που στρέφονται αληθινά προς την Ευρώπη και να γλιστρήσει η Τουρκία προς αραβικές κατευθύνσεις.
Ο Πρόεδρος της Κομισιόν υπεραμύνθηκε της θέσης του για κατάργηση του βέτο και την λήψη των αποφάσεων με πλειοψηφία υποστηρίζοντας ότι αυτό δεν είναι έλλειψη δημοκρατίας αλλά θα βοηθήσει την Ε.Ε να προχωρήσει. «Είμαι σθεναρά υπέρ της χρήσης της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία για αποφάσεις σχετικά με την κοινή ενοποιημένη βάση φορολογίας εταιρειών, τη δίκαια φορολογία για την ψηφιακή βιομηχανία και για τον φόρο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών».
Ο κ. Γιούνκερ μίλησε και για τις αλλαγές που θα επιθυμούσε σε θεσμικό επίπεδο στην Ευρωζώνη. «Χρειαζόμαστε έναν Ευρωπαίο υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών: έναν Ευρωπαίο υπουργό που θα προωθήσει και να στηρίξει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στα κράτη μέλη μας».
«Δεν χρειαζόμαστε παράλληλες δομές» είπε, απαντώντας σε ερώτηση αν χρειάζεται ειδικός προϋπολογισμός και Κοινοβούλιο της Ευρωζώνης. «Το Κοινοβούλιο της ζώνης του ευρώ είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».
Παράλληλα, δήλωσε ότι συμφωνεί απολύτως με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και στα θέματα δημοκρατίας που θίγει.
«Έχω πολύ Μακρόν στις προτάσεις μου» τόνισε χαρακτηριστικά αναφερόμενος στην ανάγκη χρηματοδότησης της ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ αφήνοντας ανοιχτό ότι θα πρέπει να προσχωρήσουν και άλλες χώρες.
Μιλάμε πολύ για τον γαλλο-γερμανικό άξονα είπε ο κ. Γιούνκερ. «Με ενδιαφέρει και έχω εμπειρία τόνισε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ναί είναι η Γαλλία και η Γερμανία, η κινητήρια δύναμη, αλλά το μοτέρ δεν θα λειτουργήσει να πάει μπροστά το αυτοκίνητο χωρίς τη θέληση και των άλλων».
«Αν η κυρία Λεπέν είχε κερδίσει τις γαλλικές εκλογές τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Και θέλω να πω κάτι. Δεν νομίζω ότι το θέμα της ακροδεξιάς έχει ξεπεραστεί. Η Λεπέν συγκέντρωσε 11 εκατομμύρια ψήφους. Δεν είναι λίγες. Το δεύτερο κόμμα στην Ολλανδία είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Άρα πιστεύω ότι η παρτίδα δεν έχει ακόμη κερδηθεί από τους ευρωπαϊστές και ο αγώνας θα πρέπει να συνεχιστεί».
Καταλήγοντας, για τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις επανέλαβε όσα είπε στην ομιλία του. «Η Ευρώπη θα λειτουργούσε καλύτερα, αν ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ήταν ένα πρόσωπο (…) Η Ευρώπη θα ήταν πιο εύκολα κατανοητή, αν ένας καπετάνιος κυβερνούσε το πλοίο».
oikonomia