Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Αίμα, δάκρυα και στο βάθος ανάκαμψη

Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Αίμα, δάκρυα και στο βάθος ανάκαμψη

H κατάσταση της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2015 χειροτέρευσε καθώς η χώρα επανήλθε σε υφεσιακή τροχιά, αναφέρει στην τριμηνιαία έκθεσή του (Απρίλιος-Ιούνιος 2015) το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της τριμηνιαίας έκθεσης είναι ότι «χρεοκοπία και Grexit δεν είναι αναπόφευκτο να συμβούν». Αναφερόμενοι αναλυτικά στις πολιτικές και κοινωνικές επιδράσεις από τη συμφωνία με τους εταίρους, οι συντάκτες της έκθεσης εκτιμούν ότι «οι επόμενοι μήνες και ίσως τα επόμενα δύο-τρία χρόνια θα είναι δύσκολα για την πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία». Όπως τονίζουν χαρακτηριστικά, «δεν υπάρχει κακή κατάσταση που να μην μπορεί να γίνει χειρότερη», ενώ σημειώνουν ότι οι συσχετισμοί δύναμης ήταν εξ αρχής δυσμενείς για την Ελλάδα.

Αβεβαιότητα και απολογισμός των διαπραγματεύσεων

Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, η αβεβαιότητα αποτέλεσε τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για την υφεσιακή τροχιά στην οποία έχει εισέλθε η ελληνική οικονομία. Όπως εξηγεί η έκθεση, η εκλογική διαδικασία πρώτα και, στη συνέχεια, η μη συμφωνία με τους θεσμούς επηρέασε τελικά τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και, μετά από μια μικρή αναλαμπή τον Φεβρουάριο, τους καταναλωτές. Παράλληλα ο συνδυασμός της φειδωλής παροχής ρευστότητας από τον ELA (Emergency Liquidity Assistance) και της αυξημένης εκροής καταθέσεων που οδηγούσε σε αποθησαύριση του χρήματος επιδείνωνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Γεγονός είναι ότι συνεχίσθηκε το κλείσιμο επιχειρήσεων και η ανεργία άρχισε να αυξάνεται πάλι, ενώ οι διάφορες εκκρεμότητες άρχισαν να απειλούν και τον τουρισμό.

Capital Controls και ΑΕΠ το επόμενο διάστημα

Τις σημαντικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία από την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, διαπιστώνει περαιτέρω η έκθεση, η οποία πάντως τονίζει ότι «η τελική συμφωνία με τους θεσμούς που διαφαίνεται στον ορίζοντα είναι σημαντική, για να αποφύγουμε τα χειρότερα βραχυχρόνια και να μην εισέλθουμε σε ένα αβέβαιο τοπίο μακροχρόνια».

Η μείωση του ΑΕΠ σε εβδομαδιαία βάση εκτιμάται από 1,75 δισ. ευρώ έως και 2,8 δισ. ευρώ για το διάστημα από τον Ιούλιο έως και τον Σεπτέμβριο. Πάντως, επισημαίνεται ότι με βάση την πρόβλεψη της Κομισιόν για ύφεση από 2% ως 4% φέτος, οι ετήσιες απώλειες στο ΑΕΠ για το 2015 προσδιορίζονται από 4 δισ. ευρώ έως και 10 δισ. ευρώ.

Στην έκθεση εκτιμάται ότι οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων δεν θα καταργηθούν άμεσα και αναφέρεται ότι «η μείωση του εβδομαδιαίου ΑΕΠ αγγίζει τα 2,8 δισ. ευρώ ανά εβδομάδα με capital controls και έλλειψη ρευστότητας ή το 1,5% του ύψους ΑΕΠ του 2014 στην περίπτωση που η μείωση της κατανάλωσης αγγίζει το 80% και τα 1,75 δισ. ευρώ ανά εβδομάδα ή 0,9% του ΑΕΠ, όταν η μείωση της κατανάλωσης κυμαίνεται στο 50%».

Όσον αφορά τις εξελίξεις στα δημοσιονομικά, εκτιμάται ότι το 2015 μπορεί να καταγραφεί πρωτογενές έλλειμμα 1% του ΑΕΠ.

Επιστροφή στη δραχμή

Όσον αφορά τη συζήτηση περί επιστροφής στη δραχμή, η έκθεση περιγράφει τις επιπτώσεις που θα υποστούν οι Έλληνες πολίτες και η ελληνική οικονομία στην περίπτωση αυτή, κάνοντας επίκληση σε μελέτες του ΔΝΤ για υποτίμηση της δραχμής κατά 50% σε σχέση με το ευρώ. Ως προς αυτό, προβλέπεται απαξίωση των καταθέσεων και έκρηξη του πληθωρισμού στα επίπεδα του 35%, ενώ η μείωση του ΑΕΠ θα ανερχόταν σε 8%.

Ownership και πολιτική προσαρμογής

Το μεγάλο ερώτημα που δεν έχει απάντηθεί, σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης είναι αν συνολικά η πολιτική προσαρμογής μπορεί να ολοκληρωθεί ή να πετύχει υπό την πίεση του εξωτερικού παράγοντα που λέγεται «θεσμοί». Οι συντάκτες της έκθεσης ελπίζουν ότι θα συμφωνηθεί ένα πρόγραμμα προσαρμογής με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ΕΜΣ) και ότι δεν θα επαναληφθεί ο πόλεμος τριβής στις συνεχείς διαβουλεύσεις πριν και μετά το νέο πρόγραμμα προσαρμογής.

Όμως, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα όποια αποτελέσματα επιτυγχάνονται, δεν θα είναι μόνιμα αν η κοινωνία δεν τα αποδέχεται. Επίσης, η κοινωνία δεν θα τα αποδεχθεί όσο η πολιτική ηγεσία του τόπου δεν εκπέμπει και δεν εξηγεί ένα σαφές μήνυμα (ή όραμα) και όσο δεν υπάρχει ιδιοκτησία (ownership) των μεταρρυθμίσεων που νομοθετούνται. Σημαντικές, πηγές ανησυχίας για την επιτυχία, αποτελούν, η οριακή κατάσταση που βρίσκεται ο κρατικός μηχανισμός στο σύνολό του και η εξάντληση του κοινωνικού σώματος από τα συσσωρευμένα αποτελέσματα της κρίσης που έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία από το 2010.

Η απόφαση της συνόδου κορυφής και η επικείμενη συμφωνία

Η έκθεση καταπιάνεται και με τη δήλωση της Συνόδου Κορυφής της 12ης Ιουλίου, που καθόρισε ουσιαστικά έναν οδικό χάρτη για να επιτευχθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες μια νέα τριετής συμφωνία με χρηματοδοτική στήριξη και πρό-γραμμα προσαρμογής με τον ΕΜΣ στη βάση του προβλεπόμενου «μνημονίου συνεννόησης» (Memorandum of Understanding). Όπως παραδέχεται, η συμφωνία περιλαμβάνει προαπαιτούμενα και χρηματοδοτική κάλυψη επειγουσών αναγκών («χρηματοδοτική γέφυρα»). Στο πλαίσιο αυτό θα χορηγηθεί νέο δάνειο στην Ελλάδα, στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται και τα ποσά που δεν αξιοποιήθηκαν του προηγούμενου (δεύτερου) προγράμματος («μνημονίου»).

Επομένως είναι μια συμφωνία για το πώς θα καταλήξουμε σε συμφωνία εντός αφόρητα στενών προθεσμιών. Και είναι μια συμφωνία που ασκεί μεγάλη πίεση στο πολιτικό σύστημα. Μέχρι να καταλήξει στο νέο «μνημόνιο συνεννόησης» οι διαπραγματεύσεις θα είναι σκληρές κι αυτό γιατί, όπως εξηγεί η έκθεση, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να συνεργασθεί με τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών για να συγκεκριμενοποιήσει προτάσεις (μαζί με ένα ξεκάθαρο χρονοδιάγραμμα για νομοθέτηση και υλοποίηση) σε πολύπλοκα θέματα όπως το ασφαλιστικό και οι εργασιακές σχέσεις. Σε όλα αυτά υπάρχουν περιθώρια ερμηνείας της Δήλωσης της Συνόδου Κορυφής. Οι τελικές επιλογές θα αποτυπωθούν στο νέο μνημόνιο συνεννόησης με τον ΕΜΣ και το ΔΝΤ.

Απάντηση στην πρόεδρο της Βουλής

Τέλος, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής διαφοροποιείται από τις τοποθετήσεις της προέδρου της Βουλής περί πραξικοπήματος. «Ο χαρακτηρισμός της δήλωσης της Συνόδου Κορυφής ως πραξικόπημα, είναι κατά την άποψή μας παραπλανητικός και δεν διευκολύνει τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης, καθώς εμποδίζει την ορθολογική συζήτηση για συγκεκριμένα μέτρα και μεταρρυθμίσεις».

Ολόκληρη η έκθεση .

  

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:      ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ: