Η Ελλάδα πρέπει να πουλήσει κρατικά περιουσιακά στοιχεία αξίας 50 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως αεροδρόμια και μαρίνες, και αυτό γρήγορα, στο πλαίσιο της τρίτης συμφωνίας διάσωσής της. Όμως είναι ρεαλιστικό ένα τέτοιο σχέδιο; διερωτάται σε σημερινό άρθρο της η βρετανική εφημερίδα Guardian.
Στο άρθρο της η εφημερίδα σημειώνει ότι οι ιδιωτικοποιήσεις εξακολουθούν να αποτελούν ζωτικής σημασίας στοιχείο στην τελευταία συμφωνία για τη διάσωση της Ελλάδας. Υπό την απειλή της εξόδου από την ευρωζώνη, η Αθήνα συμφώνησε να μεταφέρει «πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία» σε ένα ανεξάρτητο ταμείο, με στόχο τη συγκέντρωση 50 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα μισά από τα έσοδα θα χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη αποθεματικών κεφαλαίων στις ελληνικές τράπεζες, το ένα τέταρτο θα χρησιμοποιηθεί για την αποπληρωμή των πιστωτών της Ελλάδας, και το υπόλοιπο ποσό θα δαπανηθεί σε επενδύσεις που ακόμη δεν έχουν καθοριστεί.
Σε μια ανάλυση κόλαφο για το ελληνικό χρέος που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Ιούλιο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισήμανε ότι είναι ρεαλιστικό να γίνονται πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων αξίας όχι άνω των 500 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως — που σημαίνει ότι θα χρειαστούν 100 χρόνια ώστε το ύψος των ιδιωτικοποιήσεων να ανέλθει στα 50 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ο Γκάμπριελ Στερν του Oxford Economics, ενός από τους κορυφαίους συμβουλευτικούς οίκους σε θέματα οικονομίας, υποστηρίζει ότι το ΔΝΤ δεν κατάφερε να διδαχθεί από την πρόσφατη ιστορία του ότι «το λιγότερο είναι περισσότερο», όταν πρόκειται για τον καθορισμό αριθμητικών στόχων.
Στην Ελλάδα, συνδικαλιστικές οργανώσεις με δεσμούς με το κυβερνών κόμμα έχουν ήδη ορκιστεί να σταματήσουν την πώληση του λιμανιού του Πειραιά, όπου η κινεζική εταιρία Cosco διαχειρίζεται σήμερα τρεις προβλήτες του. Με τη χώρα καταχρεωμένη, αξιωματούχοι τόνισαν ότι ο πρωθυπουργός θα αγωνιστεί για να διασφαλίσει ότι οι αποκρατικοποιήσεις δεν θεωρούνται ξεπούλημα, επισημαίνει η εφημερίδα.
Ωστόσο, ανεξάρτητοι παρατηρητές φοβούνται ακριβώς αυτό. «Η ιδιωτικοποίηση στην Ελλάδα σημαίνει τώρα ξεπούλημα», τονίζει ο πολιτικός οικονομολόγος Γενς Μπάστιαν.
Ο Γενς Μπάστιαν ήταν ένας από τους υπευθύνους για τις ιδιωτικοποιήσεις στο πλαίσιο της Ομάδας Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα, ενός σώματος εμπειρογνωμόνων διαφορετικού από την τρόικα. Ο ίδιος εκτιμά ότι ήταν «πολιτικό λάθος» να τεθεί ο στόχος των 50 δισεκ. ευρώ από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, καθώς δεν υπάρχει υποστήριξη από τους Έλληνες πολιτικούς όλου του πολιτικού φάσματος. «Δεν είχαμε ποτέ μια πολιτική πλειοψηφία για να αγκαλιάσει την ιδέα της ιδιωτικοποίησης. «Πώς σκοπεύετε να δημιουργήσετε την πολιτική δυναμική που ήταν απούσα τα τελευταία χρόνια κάτω από πιο δύσκολες συνθήκες σήμερα;», διερωτάται.
Ο Πίτερ Ντόιλ, πρώην οικονομολόγος του ΔΝΤ πιστεύει ότι το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας υποχρηματοδοτείται. «Οι Ευρωπαίοι απλώς δεν έχουν αρκετά μετρητά … και ένας σημαντικός τρόπος για να καλυφθεί αυτό το κενό είναι μέσω των ιδιωτικοποιήσεων».
«Η υπηρεσία ιδιωτικοποιήσεων αντιμετωπίζει μια ανταλλαγή μεταξύ του να κάνει κάτι που θα είναι δίκαιο, ανοικτό και ύστερα από δικαστικές διαδικασίες, ή κάτι που θα αποφέρει τα αναγκαία μετρητά».
Ο Π. Ντόιλ φοβάται ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να πάρει τον δρόμο που είχε ακολουθήσει η Ρωσία τη δεκαετία του 1990, όταν πολύτιμα κρατικά περιουσιακά στοιχεία πωλήθηκαν σε πολύ χαμηλές τιμές, ώστε να αυξηθούν επειγόντως τα μετρητά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στο μεταξύ μια νέα τάξη ολιγαρχών.
Τονίζει ότι το σημαντικότερο πράγμα που όλοι πιστεύουν ότι η Ελλάδα χρειάζεται –απαλλαγή από την ολιγαρχία της– στην πραγματικότητα αυτό θα εδραιωθεί με την ιδιωτικοποίηση που ακολουθείται με αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζει ο Ντόιλ, ο οποίος εργάστηκε για τις ιδιωτικοποιήσεις στη Δημοκρατία της Τσεχίας, τη Σλοβακία και την Πολωνία τη δεκαετία του 1990.
Η διαφορά μεταξύ αυτών των χωρών και της Ελλάδας είναι ότι οι πολίτες και η πολιτική τάξη στην κεντρική Ευρώπη έχει αποδεχθεί την ιδέα της ιδιωτικοποίησης, παρά τις βραχυπρόθεσμες δυσκολίες, τονίζει ο Π. Ντόιλ που δηλώνει πεπεισμένος ότι το τρέχον σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα είναι καταδικασμένο να αποτύχει.