Την πρώτη τους κοινή μέρα ερευνούν τον φόνο ενός παχύσαρκου άντρα, μια ανατριχιαστική δολοφονία που δίνει αμέσως το μοτίβο του «Seven» (1995), μιας από τις πιο σκοτεινές και ανελέητες ταινίες που βγήκαν ποτέ από τη μηχανή παραγωγής του Χόλιγουντ. Κι έτσι θα βρέχει μέρα τη μέρα κι αυτοί θα ερευνούν φόνο τον φόνο, μέχρι να φανεί τουλάχιστον πως αυτό που κάνει ο serial killer τους είναι να τιμωρεί τους ενόχους των εφτά θανάσιμων αμαρτημάτων.
Αυτό είναι το γενικό περίγραμμα του αριστουργηματικού «Seven», μια ταινία που απόλαυσαν εξίσου κοινό και κριτικοί και χαρακτηρίστηκε απόλυτο αστυνομικό σασπένς, απόλυτο ψυχολογικό θρίλερ, απόλυτη serial killer ταινία. Μόνο που είναι και κάτι περισσότερο από αυτό, καθώς η περιπέτεια-αρχέτυπο του είδους δεν λαμβάνει χώρα σε τόπους εγκλήματος και αστυνομικά γραφεία, παρά στις ίδιες τις ζωές δύο αστυνομικών, ενός που πιστεύει πως τα έχει δει όλα (Μόργκαν Φρίμαν) και ενός που δεν έχει ιδέα τι πρόκειται να δει (Μπραντ Πιτ).
Και δεν είναι φιλμ μυστηρίου τύπου «ποιος το έκανε;», καθώς ο δολοφόνος παραδίδεται μόνος του με την ταινία να έχει κάνα μισάωρο ακόμα. Αυτό είναι το αριστουργηματικό χαρακτηριστικό του «Seven», πως πρόκειται ουσιαστικά για μελέτη χαρακτήρων, ένα αδυσώπητο ψυχολογικό αλισβερίσι από το οποίο κανείς δεν θα βγει αλώβητος.
Το τέλος μάλιστα λογίστηκε τόσο ειδεχθές στις δοκιμαστικές προβολές που αναγκάστηκαν να βάλουν μια φράση του Χέμινγουεϊ από πάνω. Δεν το πείραξαν όμως, κι έτσι έγινε ακόμα διαβολικότερο! Και γι’ αυτό το τέλος χύθηκαν τόνοι μελανιού. Ο Μπραντ Πιτ μάλιστα, που την είχε πατήσει παλιότερα, έθεσε όρο απαράβατο για να υπογράψει πως δεν θα πειραζόταν ούτε γραμμή από το σενάριο. Η εταιρία παραγωγής (New Line) συμφώνησε, αλλά μετά τη δοκιμαστική προβολή άρχισαν να το παίρνουν πίσω, κι έτσι ο Μπραντ έπρεπε να πατήσει πόδι -όπως αποκάλυψε ο ίδιος το 2011- για να μην μπει τελικά σε κείνο το μακάβριο κιβώτιο το κεφάλι του σκύλου!
Το «Seven» σηματοδοτεί όμως και μια στροφή του είδους από τα λουτρά αίματος και τους ανεγκέφαλους κινηματογραφικούς δολοφόνους της δεκαετίας του 1980 σε σενάρια με φονιάδες που έχουν πολύ υψηλό IQ. Η «Σιωπή των αμνών» (1991) άνοιξε τη δεκαετία ιδανικά, έπρεπε να περιμένουμε ως τα μέσα της όμως για να μας δείξει ένας πρωτόβγαλτος σεναριογράφος (υπάλληλος δισκάδικου!) και ένας σκηνοθέτης που είχε πολλά ακόμα να αποδείξει πώς ανατρέπεις το αστυνομικό είδος, κάνοντας ταυτοχρόνως μια ταινία-σταθμό στο genre.
Ο Ντέιβιντ Φίντσερ υπέγραψε μάλιστα σχεδόν από λάθος. Το στούντιο είχε ήδη αποφασίσει να αλλάξει το φριχτό φινάλε, εν αγνοία του Μπραντ Πιτ, έστειλαν όμως κατά λάθος στον Φίντσερ την πρώτη εκδοχή. Εκείνος μαγεύτηκε από την τρικλοποδιά που έβαζε το «Seven» στις αστυνομικές ταινίες και δέχτηκε να γυρίσει αυτή ακριβώς την εκδοχή, παρά τις κραυγές του παραγωγού και του στούντιο.
Ακόμα και ο Κέβιν Σπέισι έσκυψε το κεφάλι ευλαβικά μπροστά στο σενάριο. Όταν τον πήρε ο σκηνοθέτης να παίξει τον κατά συρροή δολοφόνο, ο Σπέισι θεώρησε πως θα ήταν απείρως πιο ενδιαφέρον να κρατήσει μυστική την όλη εμπλοκή του στο φιλμ, καθώς αν μαθευόταν το όνομά του, όλοι θα καταλάβαιναν ποιος θα ήταν ο μυστηριώδης κακός. Ως αποτέλεσμα, ο ηθοποιός που είχε γίνει μόλις γνωστός από τους «Συνήθεις υπόπτους» (1995) δεν αναφέρθηκε σε καμία προωθητική ενέργεια της ταινίας. Ακόμα και στους τίτλους αρχής δεν έπαιξε το όνομά του!
Ένα ακόμα αριστουργηματικό στοιχείο που στέλνει το «Seven» εκεί που δύσκολα θα ξαναφτάσει «θριλεράκι» είναι το γεγονός πως παρά την παρουσίαση βασανισμένων, πρησμένων και κακοποιημένων πτωμάτων, όλη η βία λαμβάνει χώρα πριν φτάσουν οι ντετέκτιβ στους τόπους των εγκλημάτων. Ο μόνος φόνος που βλέπουμε είναι αυτός που θα τα αλλάξει όλα, στο απόλυτο φινάλε.
Κι όμως, το κοινό ορκιζόταν ότι το είδε. Είδε τι περιείχε το κουτί που έκανε τον αστυνομικό να «φάει» τον δολοφόνο. Όπως ακριβώς και με το εμβληματικό «Ψυχώ» (1960) του μεγάλου μετρ Χίτσκοκ δηλαδή και τη χαρακτηριστική σκηνή στο ντους, που ακόμα και σήμερα όλοι πιστεύουμε πως είδαμε περισσότερα απ’ όσα μας πραγματικά έδειξε η κάμερα.
Οι θεατές έφυγαν από τη σκοτεινή αίθουσα πιστεύοντας πως το κομμένο κεφάλι της Γκουίνεθ Πάλτροου (της συζύγου του Μπραντ Πιτ στο φιλμ) εμφανίζεται στην οθόνη. Αν πρέπει να το πούμε, δεν το κάνει. «Το πράγμα που εκτίμησα περισσότερο για την ταινία και αυτό που θεώρησα πως έκανε τόσο καλά το σενάριο του Άντριου Κέβιν Γουόκερ ήταν ότι έκανε το μυαλό σας να καλπάζει», είπε ο Φίντσερ στο «Playboy» το 2014, «έπαιξε με τη φαντασία σας … είμασταν σε τέτοια φόρμα που δεν χρειάστηκε καν να σας δείξουμε το κεφάλι στο κουτί». Ακόμα κι έτσι όμως, όλοι ορκίζονται πως είδαν τι περιέχει εκείνο το κολασμένο χαρτοκιβώτιο.
Αυτά τα μικρά και μεγάλα κάνουν το «Seven» το πιο λαμπρό κομψοτέχνημα του αστυνομικού είδους. Μια αξεπέραστη πρόκληση των αισθήσεων, μια κολοσσιαία ανατροπή που σε αφήνει αμήχανο, μια λυσσαλέα κλοτσιά στο πώς χτίζεται το σασπένς και το μυστήριο. Το φιλμ του Φίντσερ έδειξε ίσως περισσότερο από κάθε άλλο τα απόλυτα όρια που μπορεί να φτάσει η αστυνομική περιπέτεια. Έδειξε όμως και κάτι ακόμα, ενδεχομένως ακόμα μεγαλύτερο: πως τα θριλεράκια που δεν βραβεύονται ποτέ δεν απευθύνονται μόνο σε πιτσιρικάδες που διψάνε για αίμα και σαδισμό, αλλά και σε σινεφίλ κοινά που απαιτούν υποδειγματικές ερμηνείες, σκηνοθετική μαεστρία και σεναριακή ρώμη.
Αν δεις το «Seven» ως αστυνομικό θρίλερ, τότε έχασες αναγκαστικά πάνω από το μισό του περιεχόμενο και όλο το σημασιολογικό του φορτίο. Η μυθοπλαστική οξύνοια και το νοσηρό αυτό αφηγηματικό παζλ θέτουν ευρύτερους προβληματισμούς από την απλή σύλληψη του παρανοϊκού φονιά. Μας μιλάνε για πράγματα όπως η ενοχή, η αχρειότητα του ανθρώπινου ψυχισμού και για τα ίδια τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα σε τελική.
Μια ταινία βουτηγμένη στο σκοτάδι, το σκοτάδι της ανθρώπινης κατάστασης, που δεν κάνει ούτε μαθήματα ούτε για λυτρώσεις και καθάρσεις μιλάει. Όλα εδώ είναι εξόχως αληθινά, πολύ κοντά στην εξωκινηματογραφική πραγματικότητα, αφού διαχωριστικές γραμμές μεταξύ νοσηρής φαντασίας και κινηματογραφικής αποτύπωσης δεν θα βρεις πουθενά στο «Seven». Αυτό που θα βρεις είναι όλη την ανθρώπινη παράνοια μέσα σε ένα χαρτόκουτο…
Γιατί να το δεις: Γιατί είναι μια ταινία όσο πιο υπαινικτική παίρνει, παίζοντας αυτάρεσκα με το μυαλό και τις προσδοκίες σου. Μια αριστοτεχνικά ύπουλη ταινία που σου δίνει ματιές με το σταγονόμετρο, αφήνοντας όλα τα άλλα στη φαντασία σου. Την ίδια ώρα που αποδομεί σεμνά και ταπεινά το αστυνομικό είδος αψηφώντας κάθε σεναριακή πεπατημένη.
Να το δεις όμως και για τον πλέον ιδιοφυή ψυχωτικό serial killer των τελευταίων δεκαετιών, αυτόν που εξαφάνισε τον Χάνιμπαλ Λέκτερ από τον χάρτη στήνοντας ένα πάρτι φρίκης στο φως των εφτά θανάσιμων αμαρτημάτων. Αυτός ο κατά συρροή ψυχάκιας δεν έχει φετίχ με τα γυναικεία τακούνια, αλλά βάλλει κατά του καθημερινού ανθρώπινου ξεπεσμού, αυτών των εφτά αμαρτημάτων στα οποία υποπίπτουμε χωρίς σκέψη και χάνουμε τους καλοβαλμένους παραδείσους μας. Τόσο αχρείοι είμαστε, μας λέει.
Κι αν οι λαμπεροί σταρ του Χόλιγουντ θα μουντζουρωθούν εδώ (με πρώτο και καλύτερο τον Μπραντ Πιτ) ή δεν θα εμφανιστούν καν στους τίτλους της ταινίας, το έκαναν απλώς και μόνο για να διαφύγουν του αμαρτήματος της αλαζονείας, μη γελιέστε…
«Seven»
Παραγωγή: Αμερική
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Φίντσερ
Πρωταγωνιστούν: Μπραντ Πιτ, Μόργκαν Φρίμαν, Γκουίνεθ Πάλτροου, Κέβιν Σπέισι
(?)
perierga
Tags: Περίεργα