Ο πατέρας της 18χρονης Νεφέλης, η οποία έφυγε από τη ζωή στις αρχές Αυγούστου, μετά από τροχαίο, Γεώργιος Σπηλιόπουλος, με επιστολή που έστειλε στο thebest, ζητά την τιμωρία των «φυσικών και ηθικών αυτουργών», όπως σημειώνει, του θανάτου της μονάκριβης κόρης του.
Ο κ. Σπηλιόπουλος στην αναλυτική του επιστολή εκφράζει το βαθύ του πόνο «άλλος να φταίει κι άλλος να σκοτώνεται, να πεθαίνει ένα αθώο παιδί επειδή της έλαχε εκείνη την ώρα να κάνει παρέα με κομπάρσους μιας κουστωδίας από πρωταγωνιστές μιας επιπόλαιας επιλογής.», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.
Ενώ σε άλλο σημείο υπογραμμίζει ότι: «Η ανάπαυση της ψυχής της κόρης μας απαιτεί πλήρη διαλεύκανση των παραμέτρων που την έφεραν στον τάφο, ο πόνος μας για κείνην δε θα ικανοποιηθεί με μια απόφαση ρουτίνας, πρέπει να πάρει πολύς κόσμος το μάθημά του.»
Αναλυτικά η επιστολή του Γεώργιου Σπηλιόπουλου έχει ως εξής:
«Όταν ο γονιός έρχεται αντιμέτωπος με του παιδιού του το χαμό, δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψει κανείς τη συντριβή του. Η καθημερινή μας πάλη με το κακό που μας βρήκε στη διασταύρωση δύο κεντρικών δρόμων της πόλης είναι εδώ και κάποιες εβδομάδες ένα γεγονός που προσπαθούμε να αντέξουμε. Ο εφιάλτης που προξένησε στην καθημερινότητα το δυστύχημα δεν έχει τελειωμό, ούτε πρόκειται να τελειώσει πια, μέχρι να συναντήσουμε ξανά την κόρη μας, αν γίνεται αυτό, σε κάποιον άλλο κόσμο.
Κανείς, βεβαίως, δεν ξέρει να απαντήσει στο επανειλημμένα τοποθετημένο σε επιστημονικούς, πνευματικούς, μεταφυσικούς και άλλους πολλούς κύκλους ερώτημά μας, γιατί να σβήσει τόσο νωρίς μια ζωή 18 χρόνων, μάλιστα διάφορες εξωλογικές εκδοχές προτείνονται, αλλά!!!
…όταν επιστρέψεις στο δωμάτιό της και ανάμεσά στα πράγματα και στα μετέωρα όνειρα που είναι γεμάτα από το άρωμά της, τη δροσιά, τον αυθορμητισμό και την καλοσύνη της δεν έχεις πολλές επιλογές: η έλλειψή της, η ανεξήγητη αυτή φυγή, η δίχως καμιά απολύτως λογική εξήγηση διακοπή της ανάσας της , όλα μαζί χτυπούν μαχαιριές την καρδιά σου, χτυπούν γροθιές τα σωθικά σου κι ανεβαίνουν κι οι θύμησες, οι χωρίς αύριο στο μυαλό αναμνήσεις… και τότε βάζεις τα κλάματα, κλαις με αναφιλητά, ξανά και ξανά, μιλάς στους τοίχους τους γεμάτους με τις αφίσες και τα έργα των χεριών της κι ελπίζεις πως σε ακούει και παρηγοριέσαι πως είναι τάχατες εκεί. Δε σου μιλάει, δεν απαντάει, φεύγεις πιο έρημος από όταν μπήκες.
Και κάπου εκεί μέσα στο άδειο σου σπίτι, το μαραζωμένο από μια μάταια προσμονή, σωπαίνεις πάλι για να την αισθανθείς, σταματάς περισσότερο από απόγνωση παρά από εξάντληση, γιατί η αρρώστια που ζεις είναι μια τρέλα που δεν ξέρεις αν είσαι τρελός πια ή όχι ακόμα.
Και είναι φορές που σταματάς ώρα πολλή για να ακούσεις κάτι, οτιδήποτε, μέχρι που έρχονται κάποιοι ή παίρνουνε τηλέφωνο και κάτι σου λένε και τους ακούς γιατί δεν ξέρεις τι άλλο να κάνεις. Σου λένε πολλά και σου λένε πως δεν πρέπει να σε βλέπει η Νεφέλη να κλαις και λες κι εσύ μέσα σου, ‘μα δεν είναι δω’, μέσα σου το λες δεν τολμάς να το πεις δυνατά, μην το ακούσεις… αλλά μετά ‘πού ξέρω μπορεί να έχουνε δίκιο’ έτσι κι αλλιώς σε τέτοιο αφύσικο πράμα κανείς δεν ξέρει τι είναι σωστό και τι λάθος.
Και σταματάς να κλαις κι έτσι έρχεται κι η ευκαιρία σου να ξαποστάσεις στη γαλήνη της, στην ειρήνη που σου στέλνει η ανυπαρξία της, στον αναπαμό που έρχεται από το άπειρα γλυκό της παρουσίας της …Και νά σου τότε που το απόλυτο της ελευθερίας της σε ξαφνιάζει ευχάριστα, γιατί με το πέταγμα μιας πεταλούδας αισθάνεσαι πως ήλθε πίσω, πως είναι κει κοντά σου, κοντά σας, πάλι όλοι μαζί, γιατί πεταλούδες λεν πως γίνονται οι ψυχές των ανθρώπων κι επιστρέφουνε κοντά στους αγαπημένους, κι η πεταλούδα μας πετάει και πάει και κάθεται πάνω στην μπλούζα της, το ρούχο που είχε φρεσκοαγοράσει και που δεν πρόλαβε να χαρεί, που δεν το φόρεσε ποτέ… το ρούχο, τα ρούχα της, που δε θα τα φορέσει ποτέ πια.
Κανένας άνθρωπος δεν είναι γεννημένος για τούτο το πένθος, κανείς, ούτε ο χειρότερος εχθρός σου δεν πρέπει να βιώσει την απώλεια του παιδιού του. Το άκουγες που το λέγανε, κάποιοι άλλοι, δε θυμάσαι ποιοι και πότε, πάντως το λένε και τώρα, ακόμα το ακούς, με άλλα αυτιά πια, και ξέρεις πλέον σίγουρα πως δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, μπροστά του ωχριά και το μεγαλύτερο μίσος, το πιο λυσσαλέο και φρικιαστικό αίσθημα έχθρας, αν με εννοείτε.
Επί τη ευκαιρία, σκέφτεσαι που λένε διάφορα ωραία οι άνθρωποι τελικά, όπως ότι η ζωή σε εκπλήσσει και διάφορα άλλα τέτοια στερεότυπα και κοινότυπα, τα μεταφράζεις κυνικά κι αληθινά τώρα, ένα από αυτά μάλιστα σήμερα το σκεφτόμουνα και λόγω της περίστασης το παράφρασα και μού βγήκε πολύ ανατριχιαστικό: λέει λοιπόν το ρητό ‘’αν δε χτίσεις σπίτι και δεν παντρέψεις παιδί δε μαθαίνεις ζωή τι θα πει’’… στη δική μου περίπτωση το σλόγκαν έγινε ‘’αν δε χτίσεις σπίτι και δε θάψεις το μονάκριβο παιδί σου που θα σε κληρονομούσε, ψυχή τε και σώματι, δε μαθαίνεις πόσο εφιάλτης μπορεί να γίνει μια ζωή, η ζωή η δική σου’’…
Ξέρω, σας φαντάζομαι, άλλοι βρίζετε, άλλοι φτύνετε στον κόρφο σας τώρα, μερικοί έχετε πιάσει τα ξόρκια και τα κομποσκοίνια, ίσως κάνετε μακριούς σταυρούς ή οι περισσότεροι σταματάτε να διαβάζετε το γραπτό μου από εκνευρισμό για το παραπάνω μακάβριο ξέσπασμα.
Για όσους, λοιπόν, δεν τρομάζουν από τις λέξεις αλλά ξέρουν πως από τα γεγονότα παθαίνουμε ό τι παθαίνουμε εδώ το γραπτό έχει μια κρίσιμη καμπή: για όσους έχετε το Κουράγιο να συνεχίσετε παρακάτω έχω κι άλλα.
( Κουράγιο, βεβαίως, βεβαίως : Μια λέξη που έχουμε ακούσει λόγω της κατάστασης 345.621.095 φορές από 234.567.109 στόματα μέχρι στιγμής, μαζί με το ρήμα ‘Κάνετε’ , συνώνυμό τους το ουσιαστικό ‘Δύναμη’ μαζί με το ρήμα ‘Έχετε’σε διάφορες εγκλίσεις, με κυρίαρχη την Προστακτική)
…Ο τρόπος και η στιγμή που έφυγε όμως το παιδί μας έχει κάτι επιπλέον να προσθέσει στα συναισθήματά μας ετούτες τις δύσκολες ώρες!
Το γεγονός πως έφυγε τη στιγμή ακριβώς που είχε πετύχει το όνειρό της, η Μαρία Νεφέλη μας, είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει όσα μόρια χρειάζονται για να σπουδάζει πλέον στη σχολή και την πόλη της πρώτης της προτίμησης, είχε φτάσει για κείνη η απόλυτη ώρα της δικαίωσης του μακροχρόνιου αγώνα της, το γεγονός πως έφυγε καθώς ζούσε τον πιο ανέμελο μήνα της εφηβείας της μέσα στο πιο όμορφο καλοκαίρι της ζωής της, όταν πλέον ήταν η πιο σίγουρη από ποτέ για όσα είχε μπορέσει, περήφανη που ήτανε νικήτρια, όλα αυτά δημιουργούν ένα κυκεώνα σκαμπανεβάσματος διάθεσης σ’εμάς, τους γονιούς της , ένα κράμα απελπισίας, θυμού, απογοήτευσης, αγανάκτησης και μανίας για όλα αυτά και για άλλα τόσα που δεν περιγράφονται.
Κι αισθανόμαστε τόσο οργισμένοι γιατί όλη ετούτη η καταραμένη πίκρα που πίνουμε πια σαν άνθρωποι, η ζωή μας μοιάζει με μάταιο άδειο πουκάμισο, μοιάζει σα να συνωμότησε όλο το σύμπαν για να μας κάνει τη γλύκα μας στάχτη, μία μαύρη δύναμη της έκοψε το δρόμο για να μην την αφήσει να χαρεί τίποτα πια και να μην μπορέσουμε όσοι την αγαπάμε να της πούμε : αυτό ήταν, μπράβο σου , τα κατάφερες, κέρδισες τη δύσκολη μάχη σου, εμπρός τώρα, ζήσε όπως ονειρεύτηκες, πάλεψε να χτίσεις ό τι σχεδίασες!
Με ποιο δικαίωμα όμως, κάποιος άλλος αποφάσισε να στερήσει από ένα βλαστάρι τη βλάστησή του;
Ποιο τέρας είχε μέσα του τέτοιο μίσος που μπόρεσε να τσακίσει τέτοια ζωή; Και πώς είναι δυνατό να έχει ανθρώπινη λογική κάτι τόσο ασύλληπτο, σαν αυτό που συνέβη;
Μέσα, λοιπόν, σε μία τέτοια συναισθηματική αναστάτωση, σε έναν ψυχικό αναβρασμό για την άτυχη κοπελίτσα μας, εκείνο που έρχεται να σε γονατίσει ακόμη περισσότερο και να σε ισοπεδώσει είναι ο συνειρμός της άδικης των αδίκων συγκυρίας, του άθλιου, τραγικού και παράλογου σεναρίου, άλλος να φταίει κι άλλος να σκοτώνεται, να πεθαίνει ένα αθώο παιδί επειδή της έλαχε εκείνη την ώρα να κάνει παρέα με κομπάρσους μιας κουστωδίας από πρωταγωνιστές μιας επιπόλαιας επιλογής.
Με μοναδικό τους άλλοθι ‘το νεαρόν της ηλικίας’, πήραν στο λαιμό τους το αστέρι και το μεταστοιχειώσανε, ενώ εκείνο προοριζόταν να λάμπει στη γη.
Για κείνους με τη φαεινή πρωτοβουλία, για κείνους με το θρασύ ξεπέταγμα, η ηλικία δε θα είναι για πάντα νεαρή αλλά θα έχει κι άλλες περιόδους… για κείνην όμως; … για εμάς;
Δεν πλήρωσαν με τη ζωή τους, με το μέλλον τους , το σφάλμα τους εκείνοι που επράξαν το κακό, τη Νεφέλη μας πήρε το μαύρο σύννεφο!
Πάνω σε αυτό ‘το νεαρόν’ τόσα και τέτοια λάθη έκαναν κάποιοι άλλοι, όχι μείς, αλλά εμείς είμαστε αυτοί που έχουμε τώρα ένα νεκρό παιδί, σε μια σταματημένη για πάντα στιγμή.
Επιπλέον, έχουμε και μια ακόμη θλίψη, το γεγονός πως ζούμε σε μια τόσο ευνομούμενη κοινωνία ώστε κάποιοι για κάποιους από τους ‘νεαρόν’ να τα θεωρούν πλημμελήματα τα όσα πλέον είμαστε αναγκασμένοι να βιώνουμε καθημερινά, για κάποιους πάλι, από τους ‘νεαρόν’, να βρίσκονται στο απυρόβλητο να μη θεωρούνται ούτε καν πταίσματα όσα προκάλεσαν την κατάληξη του παιδιού μας δύο μέτρα μες στο χώμα.
Σιωπή τυλίγει μάλιστα κάποιους συνυπαιτίους, σιωπή βρώμικη, μια ένοχη σιωπή, φοβισμένη και γι αυτό γλοιώδη, καθοδηγούμενη ποιος ξέρει από ποιους δικολάβους κι ασφαλιστές…
Όσο άδικο είναι ένα παιδί, το παιδί μας να θάβεται και το κορμί του να είναι πλέον άψυχο, άλλο τόσο άδικο είναι να κυκλοφορούνε ελεύθεροι κι έξω από κάθε κατηγορία οι φταίχτες, πιστέψτε το.
Σε αυτό δεν ευθυνόμαστε εμείς, δεν ήμασταν παρόντες για να τους ξέρουμε επακριβώς, άλλωστε η αυτοδικία είναι παράνομη…
Η Τροχαία Πατρών όμως και ο Εισαγγελέας που επιλαμβάνονται της υπόθεσης καλά θα κάνουν να λάβουν υπόψη τους όσα εδώ γράφονται καθώς και την ολιγωρία, όσων είναι υπεύθυνοι, ενάμιση μήνα μετά το δυστύχημα.
Η ανάπαυση της ψυχής της κόρης μας απαιτεί πλήρη διαλεύκανση των παραμέτρων που την έφεραν στον τάφο, ο πόνος μας για κείνην δε θα ικανοποιηθεί με μια απόφαση ρουτίνας, πρέπει να πάρει πολύς κόσμος το μάθημά του.
Πολύς κόσμος, που –έτσι γίνεται συνήθως, μάλλον- απλά λυπάται και συνεχίζει, γιατί άμα λυπάσαι δε συνεχίζεις, άμα λυπάσαι, σταματάς, δεν προκαλείς.
Και, το σημαντικότερο, δε φέρεσαι σα να μην έφταιξες.
Και σε καμιά περίπτωση με τη συμπεριφορά μάλιστα που περιγράφεται παρακάτω.
Οι ‘νεαρόν της ηλικίας’, λοιπόν, κι αυτό είναι που μας θυμώνει τα μέγιστα, τόσο εμάς τους ζωντανούς, όσο και Κείνη, αποτελώντας ‘υγιείς και πολλά υποσχόμενους αυριανούς επιστήμονες’ και ξέρουν πλέον –μαθημένοι από ποιους άραγε;;;;;;;;;;;- πως ‘η ζωή συνεχίζεται’ !
Το διαλαλούν ακόμη και σε μας, κάνοντας τις γνωστές προαναφερθείσες Προστακτικές και προσθέτοντας σε κελευστικό τόνο την αναγκαιότητα να ξαναπάμε για δουλειά!!!
Διατρανώνουν, αλλοίμονο, τον απαρηγόρητο πόνο τους κάνοντας θλιμμένες παρενθέσεις πως ‘Θα σε θυμόμαστε για πάντα’ και ‘Δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ’ κλπ κλπ . Είπα ‘θλιμμένες παρενθέσεις’ γιατί κατά τ’ άλλα οι πανηγυρισμοί και οι ηχηρές αναρτήσεις στα ίδια αυτά μέσα κοινωνικής δικτύωσης περί ουρανόμηκων δικαιώσεων στις εξετάσεις και επιτυχιών σε πρωτοκλασάτες σχολές δίνουν και παίρνουν παντοιοτρόπως κι ασυστόλως. Μέχρι να υπάρξει ξανά η ποσόστωση της θλίψης.
Τουλάχιστον γελοία συμπεριφορά, που καταλύει κάθε έννοια συμπόνιας, διαλύοντας κάθε ίχνος ανθρωπιάς!
Είμαστε αυστηροί; Μάλλον, ίσως, έτσι το αντιλαμβανόμαστε μείς, όμως. Ο θρήνος , ο αληθινός ζει στη σιωπή .Το πένθος μας είναι βαρύ, για εμάς γνήσιο κι αυθεντικό, για τούτο δε θέλει ώμους ξαναμμένους από άλλα αισθήματα… η θλίψη μας απαιτεί σεβασμό.
Εμείς τώρα πια, είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε και αυτό, δυστυχώς: ας ξεχάσουμε για λίγο τη Νεφέλη τους, εκείνο το κοριτσάκι που τους θεωρούσε φίλους, όσο ζούσε… κι ας δούμε πλέον ψυχρά κι αντικειμενικά το συμβάν, γιατί κακός ψυχρός κι ανάποδος απέβη ο θάνατός της.
Αν ένα οποιοδήποτε άλλο παιδί είχε σκοτωθεί τόσο μα τόσο ξαφνιασμένο και δίχως να φταίει, αναρωτιέμαι αν οι γονείς που το έκαναν και το ανάθρεψαν με τόσο αίμα και τόση αγωνία θα είχαν την ψυχραιμία μας, αν άντεχαν το αναπάντεχο απέναντι στους αυτουργούς, ακούσια ή μη, από αμέλεια ή μη, που εκτός που είναι παρά φύση όταν ενώνεται με την υποκρισία και την αναισθησία μπορεί να σε μετατρέψει σε Τυφώνα. Σε Θηρίο. Σε Θεό.
Εμείς όμως θα αντέξουμε. Γιατί δεν έχουμε μάθει να ρίχνουμε αλλού τις ευθύνες. Και γιατί ξέρουμε τους φταίχτες.
Πεπεισμένοι πως οι φταίχτες του χαμού της, όλοι όμως, κι όχι κάποιο εξιλαστήριο θύμα μόνο, αργά ή γρήγορα θα τιμωρηθούν, αρχικά ποινικά, θα σακατευτούν ηθικά και κυρίως συνειδησιακά.
Θα ζητήσουμε να τιμωρηθούν όλοι οι υπαίτιοι, παρόντες και μη στο χώρο του δυστυχήματος. Το όπλο που πήρε τη ζωή της εκπυρσοκρότησε από ένα δράστη και την τραυμάτισε θανάσιμα αλλά το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι διαφορετικό, γι αυτό βλέπουμε πως υπάρχουν κι άλλοι συναυτουργοί στο έγκλημα, και δεν είναι άλλοι παρά εκείνοι που είχαν οπλίσει και άλλα όπλα.
Η σιωπή των άλλων όπλων έκανε εκκωφαντική την απώλεια της κόρης μας, της Μαρίας Νεφέλης μας, τώρα που σιγά σιγά κοπάζει αυτός ο ήχος, ζητάμε από τους ιθύνοντες να αποδοθεί δικαιοσύνη, ξέρουμε καλά που κρύβονται και τα άλλα ‘όπλα’, ας μας ρωτήσουνε.Αλλά και να μην το κάνετε, δε θα σταματήσουμε. Θα έλθουμε μείς να σας βρούμε.
Και μια τελευταία παράγραφος που απευθύνεται συγκεκριμένα και προσωπικά προς τους ηθικούς αυτουργούς, κρυμμένους ‘οπλοκατόχους’:
Καθόλου δεν ανεχόμαστε την ξετσιπωσιά. Το παιδί μας σκοτώθηκε, αν δεν μπορείτε να λυπάστε, δείξετε τουλάχιστον λίγη σεμνότητα στη ‘χαρά’ σας. Για τις κοσμοϊστορικές σας στιγμές που βιώνετε με τόση ευχαρίστηση καθημερινά, μιλάμε.
Είμαστε κι εμείς κάπου γύρω…
Αν ήσασταν εσείς ή αν ήταν το δικό σας παιδί αυτό που χάθηκε τόσο άδικα και από τα λάθη μας, τότε η Νεφέλη θα μας είχε σπάσει το κομπιούτερ στο κεφάλι με την υποψία και μόνο μιας τέτοιας ηθικής ασχήμιας. Και να ξέρετε πως κι ας πήγε πια εκεί πάνω που κοιτάει και γελάει τα διάφορα αναξιοπρεπή χάλια, όμως μην την υποτιμάτε κιόλας! λέτε να μη μπορεί να στείλει και κανένα παγερό κεραυνό σε κάποιο από αυτά τα σιχαμερά χαμόγελά σας; Σας προειδοποιούμε, επειδή την ξέραμε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον κι επειδή ο πόνος της που δε ζει μαζί μας είναι αναμεμιγμένος με απέραντο θυμό!»