Η «μεγάλη ημέρα» του Όλαφ Σόλτς στο Πεκίνο: Αντιδράσεις, απαντήσεις και στο βάθος αγορές

Αρκεί ένα εικοσιτετράωρο για να αλλάξει στην πυξίδα ο στρατηγικός προσανατολισμός της Ευρώπης; Η απάντηση θα εξαρτηθεί τις επόμενες ώρες από το πνεύμα και το γράμμα των συμφωνιών που θα προκύψουν μεταξύ Πεκίνου και Βερολίνου, στο πλαίσιο αυθημερόν επίσκεψης που πραγματοποιεί ο Γερμανός Καγκελάριος, Όλαφ Σόλτς στην κινεζική πρωτεύουσα.

Αν εξαιρέσει κανείς ότι πρόκειται για την πρώτη επίσκεψη ευρωπαίου ηγέτη μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και μια από τις ελάχιστες που δέχεται η πολιτική ηγεσία της χώρας μετά την πανδημία του κορωνοϊού, αυτό που απομένει ως υψηλός συμβολισμός είναι οι… μπίζνες μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες προκάλεσαν την πρώτη, μεγάλη ρήξη στην κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας, υπό τον Καγκελάριο, Όλαφ Σόλτς.

Το «πράσινο φως» που άναψε στα τέλη του περασμένου μήνα η είσοδος της Cosco στο Αμβούργο, το μεγαλύτερο λιμάνι του ευρωπαϊκού βορρά, είχε ως αποτέλεσμα να αντιδράσουν σφόδρα 6 υπουργοί, μειώνοντας το ποσοστό συμμετοχής του από το αρχικά εκτιμώμενο 35% σε 24.9 %. Παρότι ο Όλαφ Σόλτς υπερκέρασε τις όποιες αντιδράσεις μεταξύ των μελών του υπουργικού του συμβουλίου, η απουσία αμοιβαιότητας (δηλαδή δυνατότητας επένδυσης της Γερμανίας σε κινεζικά λιμάνια) και η παραχώρηση υποδομών στρατηγικού χαρακτήρα στο «αυταρχικό Πεκίνο», επανέρχονται με κάθε ευκαιρία ως επίκεντρο της κριτικής των πολιτικών του Γερμανού Καγκελάριου.

Αυτό, άλλωστε, που τίθεται ως μεταπολιτικό ερώτημα είναι αν η οικονομική επέκταση της Κίνας στη Γερμανία συνιστά αντίβαρο στις ζημιές που εγγράφει το Βερολίνο εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης ή αν στο βάθος οι γερμανοσινικές σχέσεις θα σηματοδοτήσουν μια πιο χαλαρή σχέση με το ευρωατλαντικό πλαίσιο, εισάγοντας σταδιακά έναν προβληματισμό στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή αναφορικά με τον «πολυπολικό κόσμο», όχι αναγκαστικά αμερικανοτραφή.

Το πόσο βαθύς είναι ο παραπάνω προβληματισμός στη γερμανική -και όχι μόνο- κοινωνία, αποδείχθηκε στην πρωτοβουλία του Γερμανού Καγκελάριου να δημοσιεύσει άρθρο (στη Frankfurter Allgemeine Zeitung και το Politico), για να δικαιολογήσει δημοσίως την επίσκεψή του στο Πεκίνο, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, πως «καθώς η Κίνα αλλάζει, πρέπει να αλλάξει και ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε την Κίνα», ενώ υπενθύμισε ότι η Κίνα υπέγραψε κοινή δήλωση του ΟΗΕ που καταδικάζει τη χρήση ή την απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων. Στη σφαίρα της γεωπολιτικής, «καμία χώρα δεν είναι η «αυλή» μιας άλλης», παρατήρησε στο άρθρο του ο Γερμανός Καγκελάριος, επισημαίνοντας πως, «νέα κέντρα εξουσίας αναδύονται σε έναν πολυπολικό κόσμο και στοχεύουμε να δημιουργήσουμε και να επεκτείνουμε συνεργασίες με όλους αυτούς».

Παρά τις εξηγήσεις Σόλτς, αρκετοί αναλυτές κάνουν λόγο για την πιο «αμφιλεγόμενη επίσκεψη» των τελευταίων ετών, η οποία πραγματοποιείται αμέσως μετά την επανεκλογή του Σι Τζιπίνγκ στη θέση του Γ.Γραμματέα του ΚΚΚ, διαδικασία που τον ανέδειξε ως απόλυτο νικητή και κυρίαρχο πολιτικά της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος, όπως εκτιμάται, που ο Γερμανός Καγκελάριος ταξιδεύει σήμερα στο Πεκίνο, σε μια προσπάθεια διατήρησης ανοιχτών εμπορικών διαύλων με την ασιατική χώρα, η οποία προσφέρει διέξοδο στα καμπανάκια ύφεσης που ηχούν απειλητικά το τελευταίο διάστημα, για τη γερμανική οικονομία.

Το γεγονός, άλλωστε, ότι τον Γερμανό Καγκελάριο συνοδεύουν 12 επιχειρηματικοί κολοσσοί, όπως οι CEO της Volkswagen (VLKAF), της Deutsche Bank (DB), της Siemens (SIEGY) και του γίγαντα χημικών BASF (BASFY), τη στιγμή που το Πεκίνο συνιστά τον καλύτερο πελάτη της Mercedes, απαντά εν μέρει στη σπουδή του Όλαφ Σόλτς να ταξιδέψει στο Πεκίνο, ακόμη και αν το τελευταίο έχει δηλώσει ότι η σχέση του με τη Ρωσία «δεν έχει όρια».

Όταν πρόκειται για την Κίνα, η Γερμανία δεν θα θέλει να «χάσει και αυτή την αγορά, αυτόν τον οικονομικό εταίρο», δήλωσε στο CNN ο Rafal Ulatowski, επίκουρος καθηγητής πολιτικών επιστημών και διεθνών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, εκτιμώντας πως «θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν αυτές τις σχέσεις όσο είναι δυνατόν».

Παρά τον επενδυτικό ορίζοντα του ταξιδιού, η άφιξη του επικεφαλής της ισχυρότερης οικονομίας στην Ευρωζώνη στην κινεζική πρωτεύουσα δεν ήταν ανέφελη, καθώς στη σωρεία αντιδράσεων που καταγράφηκε επί γερμανικού εδάφους, αθροίζεται και μια ανοιχτή επιστολή που απηύθυνε στα μέσα ένας συνασπισμός 70 ομάδων πολιτικών δικαιωμάτων, με την οποία προέτρεψε τον Σολτς να «ξανασκεφτεί» το ταξίδι του στο Πεκίνο.

Υπό το βάρος των αντιδράσεων, ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης υποστήριξε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ότι δεν έχει καμία πρόθεση η Γερμανία να «αποσυνδεθεί» από τον σημαντικότερο εμπορικό της εταίρο. [σ.σ. Ο καγκελάριος] βασικά έχει πει ξανά και ξανά ότι δεν είναι φίλος της αποσύνδεσης ή της απομάκρυνσης από την Κίνα. Αλλά λέει επίσης: διαφοροποιήστε και ελαχιστοποιήστε τον κίνδυνο», τόνισε ο Γερμανός Κυβερνητικός Εκπρόσωπος.

Δεν είναι σαφές αν το ταξίδι του κ. Σολτς θα καταφέρει να ισοφαρίσει τις γερμανικές απώλειες από την πανδημία και κυρίως την υψηλή εξάρτηση της χώρας από το κινεζικό φυσικό αέριο, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας για έκτη συνεχή χρονιά, με την αξία του εμπορίου να αυξάνεται πάνω από 15% από το 2020, ενώ οι κινεζικές εισαγωγές και οι εξαγωγές προς τη Γερμανία ανήλθαν συνολικά σε 245 δισεκατομμύρια ευρώ (από το 242 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021), βυθίζοντας στην περισυλλογή Γερμανούς και ευρωπαίους πολιτικούς.

.

  

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:      ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ: