Στα πρώτα χρόνια τής χούντας τίποτα δεν προμήνυε πως θα διαρκούσε «μόλις» επτά χρόνια. Οι πραξικοπηματίες έλεγχαν τα πάντα με την υποστήριξη, ή έστω ανοχή, των μεγάλων δυνάμεων. Το 1967, άλλωστε, το φασιστικό καθεστώς Φράνκο στην Ισπανία μετρούσε ήδη 28 χρόνια ζωής και το αντίστοιχο του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία 41 έτη. Κι όμως, στην Ελλάδα υπήρχαν κι εκείνοι οι οποίοι δεν παραδέχθηκαν την ήττα, που πάντως δεν ήταν η πλειονότητα του πληθυσμού η οποία είτε συνεργάστηκε οικειοθελώς με τους συνταγματάρχες είτε σφύριζε αδιάφορα, τιμώντας τις «καλύτερες» παραδόσεις των νοικοκυραίων. Για κάθε Παναγούλη και Μουστακλή βρέθηκαν εκατομμύρια που πίστευαν στο ανώφελο οποιουδήποτε αγώνα κόντρα σε ένα πανίσχυρο κι αυταρχικό μηχανισμό…
Είναι οι ίδιοι σήμερα που μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια τους κατηγορούν την κυβέρνηση της Αριστεράς γιατί δεν αποδέχθηκε από τις 26 Ιανουαρίου ένα τρίτο μνημόνιο αφού «έτσι κι αλλιώς θα έχανε». Αν ρωτήσεις αυτόν τον τύπο ανθρώπου τί σημαίνει αγώνας, θα σου απαντήσει πως πρόκειται για καταστροφική, ουτοπική ιδεοληψία. Δεν έχει καμία σημασία για τον ίδιο αν η πάλη είναι που μας επιτρέπει σήμερα να μην ζούμε στις σπηλιές ή κάτω από τη μπότα των οθωμανών, των ναζί ή των δικτατόρων. Κι αν και τώρα δεν είμαστε ελεύθεροι αυτό είναι βέβαιο ότι οφείλεται στους «ρεαλιστές» και στους «πραγματιστές»- στη δική μου γλώσσα λέγονται απλώς ριψάσπιδες- κι όχι σε εκείνους που έχασαν μια μάχη αλλά γνωρίζουν ότι το τέλος τού πολέμου θα τους βρει νικητές…
Σήμερα συμπληρώνονται 41 χρόνια από την πτώση τής δικτατορίας και σχεδόν ακριβώς έξι μήνες από την κατάρρευση της μεταπολίτευσης. Κι αν για τη χούντα θετικό ισοζύγιο βγάζουν μόνο οι χιμπαντζήδες με τα μαύρα και οι απανταχού συνοδοιπόροι τους, για τη μεταπολίτευση ο ιστορικός κριτής οφείλει να είναι πιο νουνεχής. Δεν μπορείς να απορρίψεις ασυζητητί την πιο ήρεμη πολιτική περίοδο στην ιστορία τού νεοελληνικού κράτους χρεώνοντας μόνο αρνητικά στους εκφραστές της. Από την άλλη, όμως, αποδείχθηκε στις 25 Ιανουαρίου μάταιο να κρατάς στη ζωή με μηχανική υποστήριξη ένα πολιτικό σύστημα προ πολλού νεκρό…
Το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι εκπρόσωποί του, και για τη δική τους υστεροφημία, είναι να επιλέξουν την πολιτική αποστρατεία αφού ό,τι είχαν να δώσουν και, κυρίως, ό,τι είχαν να αρπάξουν το έχουν δώσει και το έχουν αρπάξει. Ο ιστορικός τού μέλλοντος θα βρει μια κατάλληλη έκφραση για να χαρακτηρίσει το σημερινό στάτους εξουσίας. Επιτρέψτε μου, ωστόσο, μια πρόβλεψη: πολύ δύσκολα θα μπορέσει να αποκαλέσει αριστερή παρένθεση μια κυβέρνηση που έχει έρθει για να μείνει πολύ, πολύ καιρό. Κι όσο πιο γρήγορα το κατανοήσουν αυτό οι αντίπαλοί της τόσο συντομότερα θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν και τα κόμπλεξ τους απέναντι σε οτιδήποτε αριστερό…
Κάποιοι επιχαίρουν με την αναμενόμενη ρήξη στο ΣΥΡΙΖΑ κι επειδή είναι συνηθισμένοι από τα αστικά κόμματα να συνδέουν κάθε ρωγμή με σύγκρουση ατομικών φιλοδοξιών αδυνατούν να καταλάβουν ότι πρωτίστως, αν όχι αποκλειστικώς, η σύγκρουση Τσίπρα με Ζωή Κωνσταντοπούλου και Παναγιώτη Λαφαζάνη δεν σχετίζεται με τη διανομή οφιτσίων αλλά έχει περισσότερο φιλοσοφικά χαρακτηριστικά. Σαν άλλος Αμλετ η κυβερνώσα Αριστερά βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με το δίλημμα της διατήρησης της ιδεολογικής καθαρότητας σε μια ρημαγμένη χώρα ή της προσωρινής συνθηκολόγησης πριν την αντεπίθεση. Κι αυτό θα φανεί πολύ καθαρά το αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα, όταν στο ΣΥΡΙΖΑ θα συζητούν για το μέλλον τής Αριστεράς ενώ στη Ν.Δ. θα σφάζονται για το ποιός θα γίνει χαλίφης στην θέση τού προσωρινού (;) χαλίφη Μεϊμαράκη…
Ο Αλέξης και η Ζωή είναι ένα «ζευγάρι» που αγαπιέται χρόνια και θα συνεχίσει να αγαπιέται, αλλά κάποια στιγμή προέκυψε μια σοβαρή διαφωνία που αφορά το μέλλον των παιδιών του. Οι μητσοτάκηδες, οι καραμανλήδες, οι σαμαράδες, οι βορίδηδες, οι κεφαλογιάννηδες ή οι βαρβιτσιώτηδες είναι αλληλοσπαρασσόμενες φατρίες που δεν τις ενώνει η αγάπη αλλά η όποια προοπτική τής εξουσίας. Κι όσο αυτή παραμένει θολή βλέπω να χύνεται πολύ «αίμα» στη Συγγρού…
Πηγή: