Στο νέο της βιβλίο με τίτλο «Μικρασία, Καρδιά του Ελληνισμού», που κυκλοφορεί με αφορμή τη μαύρη επέτειο του 1922, αποκαλύπτονται τα σπουδαία επιτεύγματα των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας από την αρχαιότητα μέχρι την Καταστροφή της Σμύρνης, ενώ έρχονται στο φως λεπτομέρειες για τους φύλακες του Ελληνισμού στην περιοχή, από τον Μέγα Αλέξανδρο έως τους περήφανους ακρίτες και τον «σύγχρονο Ηλία Βενέζη»
Οπως, μάλιστα, αφηγείται χαρακτηριστικά η Ελληνίδα βυζαντινολόγος και ιστορικός, που υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, το 1967, και η πρώτη γυναίκα πρύτανης του Πανεπιστημίου της Σορβόννης στην 700ετή ιστορία του, είναι παλιά η οικείωση με τη Μικρά Ασία: «Από παιδί, αν και γεννημένη στην Αθήνα (σ.σ.: το 1926), έζησα με την ιστορία των γονιών μου. Γεννήθηκαν κι έζησαν στη Μικρασία, στη Βιθυνία, απ’ όπου τους ξερίζωσε βίαια η καταστροφή του 1922. Κρατώ μέχρι τώρα το κλειδί του εκεί σπιτικού τους (μου το έλεγαν το αρχοντικό) που το έφεραν μαζί τους όντας σίγουροι ότι γρήγορα θα γύριζαν πάλι στην Πατρίδα».
Η καρδιά του Ελληνισμού
Εκτός, όμως, από την προσωπική σύνδεση, η ενδελεχής ματιά της Αρβελέρ στην ιστορία της Μικράς Ασίας εμπνέεται από τη σπουδαιότητα που αποδίδει στην περιοχή, η οποία στάθηκε για αιώνες η πραγματική «καρδιά του Ελληνισμού», ενώ φροντίζει να φέρει στο φως πολλά άγνωστα στοιχεία σε σχέση με την ελληνικότητά τους από τους αρχαίους χρόνους και ύστερα. Οπως λέει χαρακτηριστικά, «ονομάζομε Μικρά Ασία τη δυτική χερσόνησο της ηπείρου Ασίας που καταλήγει δυτικά στο Αιγαίο Πέλαγος και εφάπτεται σχεδόν με την Ευρώπη στον Ελλήσποντο (σημερινά Δαρδανέλια) και τον Βόσπορο, όπου και η Κωνσταντινούπολη, η κοιτίδα του γένους των Νεοελλήνων. Στα Βόρεια η Μικρασία βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο (σημερινή Μαύρη Θάλασσα) και στον Νότο από το Παρθενικόν Πέλαγος, τη θάλασσα δηλαδή της Κύπρου. Δυτικά έχει το Αιγαίο Πέλαγος και τα λεγόμενα μικρασιατικά νησιά (Σάμος, Χίος, Λέσβος, Ρόδος), ενώ ανατολικό της σύνορο είναι ο ποταμός Ευφράτης».
Δεν αναφέρεται φυσικά τυχαία στην άμεση σύνδεση των περιοχών αυτών με την ελληνική Ιστορία και ταυτότητα, αφού θεωρεί ότι ως παράλιες, ως επί το πλείστον, περιοχές, ήταν πάντα ανοιχτές στη διαρκή αλληλεπίδραση με την Ελλάδα, καθώς σημάδεψαν «τις τύχες του Ελληνισμού με ανεξίτηλο τρόπο, ως καρδιά της παντοτινής Ρωμιοσύνης», και γι’ αυτό ανέπτυξαν μια ανοιχτοσύνη που δεν υπήρχε στην ενδοχώρα. Πιστεύοντας μάλιστα ότι η σπουδαιότητα της Μικράς Ασίας δεν έχει μελετηθεί όσο θα έπρεπε, η κυρία Αρβελέρ καταθέτει αυτό το βιβλίο ως προσωπική αλλά και συλλογική αφήγηση, απευθυνόμενη σε όλους τους Ελληνες, καθώς ξετυλίγει ολόκληρη την ιστορία της ελληνικότητας της Μικράς Ασίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, που σημαίνει το τέλος της δυναμικής και επιβλητικής παρουσίας της Ρωμιοσύνης στα συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια.
Ας μην ξεχνάμε ότι κατά την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων οι πόλεις της Μικράς Ασίας, αναγνωρίζοντας τον Μέγα Αλέξανδρο ως ελευθερωτή, υιοθέτησαν τη γλώσσα και τα πνευματικά χαρακτηριστικά του ηγέτη της Μακεδονίας, ενώ αργότερα, κατά τη Ρωμαϊκή Περίοδο, η Μικρά Ασία αποτέλεσε τη βάση της διάδοσης του Χριστιανισμού, αφού εκεί βρίσκονταν τα επτά μεγάλα χριστιανικά κέντρα, όπως μαρτυρά και η «Αποκάλυψη» του Ιωάννου που γράφτηκε γύρω στο 90 μ.Χ. Η κυρία Αρβελέρ φέρνει, επίσης, στο φως άγνωστες πληροφορίες για το πώς συνέβαλαν οι Μικρασιάτες στον αγώνα της εθνικής απελευθέρωσης του 1821, κάτι άγνωστο έως τώρα, ενώ αναλυτική είναι και η παρουσίασή της για το πώς οργανωνόταν από τους Τούρκους ο αφελληνισμός της ελληνικότατης Μικρασίας μετά τη νίκη τους πρώτα κατά των Βυζαντινών, ύστερα κατά των Σελτζούκων Τούρκων και τέλος κατά των Τουρκομάνων.
Δεν ήταν, όμως, μόνο ο εκτουρκισμός που προκάλεσε την αλλοίωση του ελληνικού χαρακτήρα, αφού μετά τον 15ο αιώνα παρατηρήθηκε, εκτός από το ανθρώπινο, και το πολιτιστικό έγκλημα όταν όλα τα ευρωπαϊκά μουσεία γέμισαν, όπως αποκαλύπτουν τα συντριπτικά στοιχεία που παραθέτει η κυρία Αρβελέρ, από ελληνικές αρχαιότητες της Μικράς Ασίας, καθώς οι επιφανείς διπλωμάτες υπήρξαν οι πρώτοι αρχαιοκάπηλοι, αφού έστελναν μαζικά τους αρχαιοελληνικούς θησαυρούς στις πόλεις της Δύσης.
Ωστόσο, μετά από αυτή τη θλιβερή εξάλειψη του αρχαιοελληνικού κλέους και των θησαυρών, το καλά σχεδιασμένο εκπαιδευτικό σύστημα και τα ελληνικά σχολεία κατάφεραν να κρατήσουν ζωντανή την ελληνικότητα στα μεγάλα κέντρα της Μικράς Ασίας μέχρι την καταστροφή της Σμύρνης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Πόντου. «Είναι αυτονόητο ότι βασική μέριμνα των Ρωμιών στις πόλεις αυτές ήταν η προώθηση της παιδείας με τη δημιουργία εκπαιδευτικών, όχι μόνο εκκλησιαστικών, συγκροτημάτων, αλλά κυρίως των σχολείων κάθε βαθμίδας», γράφει η κυρία Αρβελέρ. «Η φοίτηση στα σχολεία αυτά συνοδεύεται από μια πατριδογνωσία, από την ανάπτυξη πατριωτισμού που οδήγησε, όπως θα δούμε, στην οργάνωση του ποντιακού αντάρτικου και του βραχύβιου ποντιακού κράτους».
Η αρχαιότερη διάλεκτος του κόσμου
Μπορεί η Μικρά Ασία να είναι αρχικά άμεσα συνδεδεμένη με τις ιωνικές πόλεις της κλασικής περιόδου αλλά, σύμφωνα με την ίδια, η ανάπτυξη των μικρασιατικών πόλεων κατά την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων είναι άμεσα συνυφασμένη με την επιβλητική κυριαρχία του Μέγα Αλέξανδρου και της ελληνικής ταυτότητας που επέβαλλε στην περιοχή. Αυτός ήταν, όπως τονίζει η κυρία Αρβελέρ, που έβαλε τέλος στην περσική κατοχή της ελληνικής Μικρασίας και διατήρησε τον ελληνικό χαρακτήρα της.
«Τότε, στις ελεύθερες μικρασιατικές πόλεις, όπως, λόγου χάρη, σε Πριήνη, σε Μίλητο, σε Αφροδισιάδα, εγέρθηκαν θέατρα (πολλά σώζονται ως τώρα), βουλευτήρια, γuμνάσια, στάδια, υδραγωγεία, βιβλιοθήκες και λοιπά δημόσια κτήρια. Μια επιγραφή του 3ου π.Χ. aιώνος από την Πριήνη συνοψίζει το πνεύμα της εποχής: “Ουδέν μείζον εστίν ανθρώποις Eλλησι της ελευθερίας” και όχι μόνο για Μικρασιάτες. Και την ελευθερία αυτήν χρεωστούσαν στον Μέγα Αλέξανδρο». Ειδική μνεία κάνει στην Πέργαμο λόγω των σπουδαίων πνευματικών της επιτευγμάτων, με γνωστότερο απ’ όλα την περίφημη βιβλιοθήκη, αλλά και στο ότι οι κάτοικοί της κατάφεραν να αναχαιτίσουν τους Γαλάτες επιδρομείς διατηρώντας ζωντανή την ελληνική ταυτότητά της.
Η Ιστορία του Πόντου
Σπουδαίο και το βασίλειο του Πόντου, καθώς η κυρία Αρβελέρ μάς πληροφορεί πως η ελληνική ποντιακή διάλεκτος, την οποία μελέτησε επισταμένα ο Ντόκινς, είναι η αρχαιότερη από τις μέχρι τώρα σωζόμενες. Τονίζει δε πως η Ιστορία του Πόντου είναι συνδεδεμένη όχι μόνο με τα κατορθώματα των Μυρίων του Ξενοφώντα ή με τα ευφυολογήματα του Διογένη του Κυνικού και τις περιηγήσεις του Στράβωνα, αλλά με τη χριστιανοσύνη, όπως τους άθλους του Αγίου Ευγενίου, του Θεοδώρου Γαβρά -τρομερή η προσωπική του ιστορία-, αλλά και τα κατορθώματα των Ακριτών, των φρουρών του Βυζαντίου απέναντι στους Σαρακηνούς. Στη θαλάσσια ενασχόληση των Ποντίων οφείλεται η υλική τους ευμάρεια και το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο φτάνοντας σε μια τεράστια απόσταση, μέχρι τον δρόμο του μεταξιού.
Σημαντικό επίσης είναι ότι «η πνευματική και η πολιτιστική ζωή του Πόντου όπως και όλης της Μικρασίας παίρνει διαστάσεις με την εδραίωση του χριστιανισμού. Αμάσεια, Νεοκαισάρεια, Κερασούντα, Ευχαιτά, Τραπεζούντα, αναδεικνύονται σε μητροπόλεις», γράφει η Αρβελέρ, ενώ τονίζει πως σημαντική ήταν και η συνεισφορά του κλήρου μέσω της διάδοσης του χριστιανισμού. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι το οδοιπορικό του Αποστόλου Παύλου μαρτυρά την ύπαρξη ανεπτυγμένων ελληνόγλωσσων χριστιανικών κοινοτήτων στη Μικρασία, και όχι μόνο στην αρχαιόθεν ελληνική Εφεσο, ενώ η καταγωγή των πρώτων μεγάλων πατέρων που διέπρεψαν τον 4ο μ.Χ. αιώνα, του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου του Νύσσης, από τη μακρινή Καππαδοκία, καταδεικνύει, σύμφωνα με την Αρβελέρ, «τον τελικό εξελληνισμό και εκχριστιανισμό όλης της Μικρασίας».
Σημαντική έμφαση δίνει φυσικά η βυζαντινολόγος στην ελληνική ταυτότητα της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στους Μικρασιάτες: σε αυτούς κατά τη γνώμη της «οφείλει η Πόλη και την ελληνοφωνία και τον χριστιανισμό της, τα δύο αυτά χαρακτηριστικά που διακρίνουν τη Νέα από την Παλαιά Ρώμη». Μέχρι την πτώση της το 1453 η Κωνσταντινούπολη ως περήφανη πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατάφερε να αναχαιτίσει κατ’ αρχάς τους Πέρσες ως τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., κατόπιν τους Αραβες μέχρι τον 11ο αιώνα και τέλος τους Σελτζούκους Τούρκους. «Χαρακτηριστικό όλων των λαών που απείλησαν το Βυζάντιο στα ανατολικά σύνορά του είναι ότι αντιστρατεύτηκαν τον χριστιανισμό ως αλλόδοξοι».
Μας θυμίζει μάλιστα ότι τα κατορθώματα αυτών των στρατευμάτων εναντίον των εχθρών είναι που έθρεψαν όλη την ακριτική εποποιία που υπήρξε η βάση της δημοτικής μας ποίησης. «Χάρη στην ανθρωπομάνα Μικρασία μπόρεσε το Βυζάντιο να ασκήσει δημογραφική πολιτική, η οποία του επέτρεψε να εξασφαλίσει την εθνική ενότητα. Ετσι, όταν οι Σλάβοι κατέκτησαν την Ελλάδα, ο Νικηφόρος Α’ (802 έως 811) διέταξε τη μετοίκηση Μικρασιατών στην κυρίως Ελλάδα για να αποτρέψει τον επαπειλούμενο αφελληνισμό. Για το μέτρο αυτό, το οποίο οι ενδιαφερόμενοι χαρακτήρισαν και κατέγραψαν ως “κάκωση”, ο Χαρανής ονόμασε τον αυτοκράτορα Νικηφόρο “Σωτήρα” της Ελλάδος», γράφει χαρακτηριστικά η κυρία Αρβελέρ, η οποία μας θυμίζει, επίσης, ότι από τη Μικρασία κατάγονται πολλά αριστοκρατικά γένη, μεγάλοι γαιοκτήμονες στην ανατολική κυρίως πλευρά, οι λεγόμενοι «Δυνατοί», των οποίων οι γόνοι διακρίθηκαν στους πολέμους κατά των εξωτερικών εχθρών καταλαμβάνοντας σημαίνουσες στρατιωτικές και διοικητικές θέσεις. Αναφέρει δε μερικά χαρακτηριστικά ονόματα, όπως τους Βάρδα, τους Σκληρούς, τους Μανιάκηδες, τους Ταρχανειώτες, τους Πόθους, τους Αποκάπηδες κ.ά.
Περίοπτοι ήταν και οι Μικρασιάτες διανοούμενοι που περιστοίχισαν τον πατριάρχη Φώτιο, το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα, Μικρασιάτης ήταν και ο ιδρυτής της μοναστικής κοινότητας του Αθω, ενώ Πόντιος αυτοκράτορας ήταν ο ιδρυτής της Μονής Διονυσίου. Ωστόσο, όπως μας επισημαίνει, η κατάρρευση της Μικρασίας σημειώθηκε και είχε ως βασική απαρχή την πτώση της Εφέσου στα χέρια Τουρκομάνων, πολύ πριν το τέλος του 14ου αιώνα. Μας θυμίζει, μάλιστα, τη φράση από ένα χρονικό της εποχής: «Αιχμαλωτίσθη η πάσα Ανατολή και εγένετο βάρβαρος», τονίζοντας: «Εκτοτε, έμειναν οι Μικρασιάτες υποταγμένοι ως την καταστροφή του 1922, χωρίς να χάσουν τίποτα από την ελληνικότητά τους».
Η Καταστροφή του 1922 και η προσφυγιά
Οπως γνωστοποιεί η κυρία Αρβελέρ, ήδη από τις αρχές του 14ου αιώνα αρχίζουν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες να κατακλύζουν τη Θράκη και τη Μακεδονία, με την Εκκλησία να δημιουργεί γι’ αυτούς συσσίτια και να μεριμνά για την περίθαλψή τους. «Η εγκατάσταση των φυγάδων Μικρασιατών στη Μακεδονία βοήθησε να μεταλαμπαδευτεί στην κυρίως Ελλάδα το μικρασιατικό πνεύμα κατά των απίστων», γράφει χαρακτηριστικά. «Η Θεσσαλονίκη αναδείχτηκε για πρώτη φορά σε προσφυγομάνα, ρόλο που θα διαδραματίσει μετά την τραγωδία του 1922». Εκεί συσσώρευσαν οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες που ήρθαν από τις ελληνικές πόλεις της Μικρασίας και ειδικά από τη Σμύρνη, διαμορφώνοντας τη νέα Ελλάδα.
«Το μέγεθος της τραγωδίας φαίνεται από το ότι, παρά τα δραματικά πολλές φορές γεγονότα που γνώρισε ο Ελληνισμός στη μακραίωνη ιστορία του, μόνο η ιστορία του 1922 είναι γνωστή με το όνομα “Η Καταστροφή”», γράφει με ακρίβεια η κυρία Αρβελέρ. «Να υπογραμμίσω, επίσης, ότι στους ενάμισι εκατομμύριο Μικρασιάτες πρόσφυγες οφείλεται, μεταξύ άλλων, η ενδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου σε περιοχές που εποφθαλμιούσαν πριν κακόβουλοι γείτονες στη Βόρεια Ελλάδα. Τα μεταφυτευμένα στη Μακεδονία αμέτρητα μικρασιατικά τοπωνύμια με την προσθήκη “Νέα” δηλώνουν του λόγου το αληθές. Δεν θα αναφερθώ βέβαια στις δυσκολίες της εγκατάστασης στην Ελλάδα, ούτε στις αντιδράσεις των Ελλαδικών.
Επρεπε να περάσουν τρεις σχεδόν γενιές για να εκτιμηθεί η προσφορά των Μικρασιατών στις τέχνες, στα γράμματα και στις επιστήμες, για να επιβραβευτεί ο καθημερινός μόχθος τους για την καλλιέργεια της γης, για την εξυγίανση των συνθηκών ζωής, για την εισαγωγή ειδών και τρόπων διατροφής, για τη διδασκαλία της ταπητουργίας, για να επιτευχθεί, τέλος, η ενσωμάτωση με τους αυτόχθονες, από τους οποίους τώρα διακρίνονται μόνο από τις καταλήξεις των επιθέτων τους», γράφει με ειλικρινές παράπονο επιμένοντας πως είναι επιτακτική η ανάγκη για τη συστηματική μελέτη της Ιστορίας και του βίου των Μικρασιατών.
Προτείνει, μάλιστα, κάτι που το έχει κάνει και σε πολλές ημερίδες και συνέδρια, να δημιουργηθεί έδρα ή τμήμα αφιερωμένο αποκλειστικά στη μελέτη της Ιστορίας του μικρασιατικού πολιτισμού. Θα μπορούσε μάλιστα, συμβολικώ τω τρόπω, να δημιουργηθεί κέντρο πολιτιστικής αναφοράς των Μικρασιατών που βρήκαν καταφύγιο στη Βόρεια Ελλάδα σε κάποια πόλη ή κωμόπολη του Βορρά, κυρίως στη Χαλκιδική, σε περιοχές όπως τα Νέα Μουδανιά, σε συνεργία ή σε συνάφεια με τα Πανεπιστήμια Μακεδονίας και Θράκης ή το Αριστοτέλειο, που ως στόχο θα έχει εκτός από τη μελέτη, τη διάσωση και τη διάδοση του μικρασιατικού πολιτισμού.
Γιατί, όπως τονίζει χαρακτηριστικά και η ίδια, «η γνώση της Ιστορίας, των κατορθωμάτων και του πολιτισμού του μικρασιατικού Ελληνισμού, κοιτίδας της ακραιφνούς ελληνοσύνης από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, αποτελεί εθνική ανάγκη. Θα γίνει για τους νέους παράδειγμα ήθους και αρετής, που στηρίζεται στην καταξιωμένη συλλογική πράξη, και εύνασμα για τη συνέχιση μιας ζωής που στέκεται, παρά τις αμέτρητες αντιξοότητες, πιστή στα πάτρια για την οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος».
.
Πηγή: Protothema.gr