Τηρώντας μία από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του, ο Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αναμένεται να ανακοινώσει την Τρίτη «τη συγκρότηση μιας ομάδας εργασίας για την επανένωση των οικογενειών και των παιδιών» μεταναστών, δήλωσε η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου
Η Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ Τζιλ Μπάιντεν θα συμμετάσχει στις προσπάθειες της κυβέρνησης του συζύγου της για την επανένωση οικογενειών μεταναστών, που χωρίστηκαν από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, ανακοίνωσε νωρίτερα την Παρασκευή ο Λευκός Οίκος.
Τηρώντας μία από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του, ο Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αναμένεται να ανακοινώσει την Τρίτη «τη συγκρότηση μιας ομάδας εργασίας για την επανένωση των οικογενειών και των παιδιών» μεταναστών, δήλωσε η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
«Η σύζυγός του, η κυρία Μπάιντεν, θα δεσμευθεί προσωπικά και θα επενδύσει» σε αυτήν την ομάδα, που θα τεθεί υπό την επίβλεψη του Αλεχάντρο Μαγιόρκας, ο διορισμός του οποίου στη θέση του υπουργού Εσωτερικής Ασφαλείας θα επιβεβαιωθεί τη Δευτέρα από τη Γερουσία, συμπλήρωσε η ίδια.
Η Τζιλ Μπάιντεν, ηλικίας 69 ετών, είναι κάτοχος διδακτορικού στις επιστήμες της εκπαίδευσης και σκοπεύει να συνεχίσει να διδάσκει σε ένα πανεπιστήμιο κοντά στην Ουάσιγκτον, παρά την είσοδο του συζύγου της στο Λευκό Οίκο.
Τον Δεκέμβριο, είχε επισκεφθεί έναν καταυλισμό μεταναστών στο Μεξικό, κοντά στα σύνορα με το Τέξας. «Είμαστε ένα φιλόξενο έθνος, όμως αυτό δεν είναι το μήνυμα που εκπέμπουμε», είχε πει τότε.
Το μήνυμά της έρχεται σε αντίθεση με εκείνο της Μελάνια Τραμπ, της συζύγου του προκατόχου του Τζο Μπάιντεν, η οποία είχε επισκεφθεί παιδιά μετανάστες το 2018 φορώντας ένα σακάκι που έγραφε ” I really don’t care, do u?” (Πραγματικά δεν με νοιάζει καθόλου, εσάς;).
Εκείνη τη χρονιά, η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ είχε αποφασίσει να εφαρμόσει μια πολιτική «μηδενικής ανοχής» στα σύνορα με το Μεξικό, η οποία είχε οδηγήσει στον χωρισμό εκατοντάδων οικογενειών.
Οι τραγωδίες που βίωσαν τα παιδιά είχαν προκαλέσει αγανάκτηση ακόμα και στους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και δικαστήριο διέταξε στη συνέχεια την επανένωση των οικογενειών που είχαν χωρίσει. Οι αρχές αναγνώρισαν κατόπιν λίγα παραπάνω από 2.700 παιδιά που θα έπρεπε να επανενωθούν με τις οικογένειές τους.
.