Η έρευνα επικεντρώθηκε σε έναν απολιθωμένο πίθηκο 21 εκατομμυρίων ετών που ονομάζεται «Morotopithecus» και οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι πρώιμοι πίθηκοι της εποχής εκείνης έτρωγαν φύλλα και ζούσαν σε ένα εποχιακό δάσος με ανοιχτές χλοερές εκτάσεις και όχι σε πυκνά δάση με θόλο, όπως υπήρχε η πεποίθηση μέχρι σήμερα.
Η έρευνα προέκυψε από μια συνεργασία παλαιοντολόγων διεθνώς, γνωστή ως Έρευνα για τους Κατάρρινους της Ανατολικής Αφρικής και την Εξέλιξη των Ανθρωποειδών (REACHE), όπου κάθε ένας από τους επιστήμονες επικεντρώνεται σε διαφορετικές πτυχές του παλαιοπεριβάλλοντος των πρώιμων πιθήκων.
Η συγκεκριμένη μελέτη με επικεφαλής την παλαιοανθρωπολόγο και καθηγήτρια στο Τμήμα Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, Λάουρα ΜακΛάτσι επικεντρώνεται σε μια τοποθεσία 21 εκατομμυρίων ετών που ονομάζεται τοποθεσία Moroto στην ανατολική Ουγκάντα. Εκεί, οι ερευνητές εξέτασαν απολιθώματα που βρέθηκαν σε ένα μόνο στρωματογραφικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των απολιθωμάτων του παλαιότερου σαφώς τεκμηριωμένου πιθήκου, του Morotopithecus. Στο ίδιο στρώμα υπήρχαν απολιθώματα άλλων θηλαστικών, αρχαία εδάφη που ονομάζονται παλαιοσόλια και μικροσκοπικά σωματίδια πυριτίου από φυτά που ονομάζονταν φυτόλιθοι. Μέσα από τα ευρήματα αυτά οι ερευνητές αναδημιούργησαν το αρχαίο περιβάλλον του Morotopithecus. Όπως ανακάλυψαν, τα φυτά που αναπτύχθηκαν σε αυτό το τοπίο έζησαν εποχιακές περιόδους βροχής και ξηρασίας. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι τουλάχιστον ένα μέρος του έτους οι πίθηκοι έπρεπε να βασίζονται σε κάτι άλλο εκτός από φρούτα για να επιβιώσουν. Όπως υποδεικνύεται από τα ευρήματα, ο Morotopithecus ζούσε σε ένα ανοιχτό δάσος αποτελούμενο από δέντρα και θάμνους.
Η πρώτη ένδειξη ότι αυτοί οι αρχαίοι πίθηκοι έτρωγαν φύλλα ήταν στους γομφίους τους, καθώς ήταν πολύ «κορυφοειδείς», όπως οι γομφίοι που χρησιμοποιούνται για το σχίσιμο ινωδών φύλλων. Αντίθετα, οι γομφίοι που χρησιμοποιούνται για την κατανάλωση φρούτων είναι συνήθως πιο στρογγυλεμένοι, σύμφωνα με την κ. ΜακΛάτσι. Επίσης, οι ερευνητές εξέτασαν το οδοντικό σμάλτο των πιθήκων καθώς και άλλων θηλαστικών που βρέθηκαν στο ίδιο στρωματογραφικό επίπεδο. Από τις ισοτοπικές αναλογίες στο οδοντικό σμάλτο συμπέραναν ότι οι πίθηκοι και τα άλλα θηλαστικά έτρωγαν φυτά που είχαν υποστεί πίεση νερού και τα οποία είναι πιο συνηθισμένα σε ανοιχτά δασικά περιβάλλοντα ή δασικά περιβάλλοντα με χορτάρι.
«Τώρα που δείξαμε ότι τέτοια περιβάλλοντα υπήρχαν τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια χρόνια πριν από την εξέλιξη του διποδισμού, πρέπει επίσης να ξανασκεφτούμε την ανθρώπινη προέλευση», σημειώνει η κ. ΜακΛάτσι.
Η έρευνα, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Science, δεν ρίχνει λοιπόν μόνο φως στην προέλευση των πιθήκων, αλλά ανατρέπει και τις γνώσεις μας για την προέλευση των δασικών εκτάσεων. Παλαιότερα οι ερευνητές πίστευαν ότι η Ισημερινή Αφρική κατά τη διάρκεια του πρώιμου Μειόκαινου ήταν πυκνά καλυμμένη με δάση και ότι οι ανοιχτές δασικές εκτάσεις και οι εκτάσεις που καλύπτονταν με χορτάρι εμφανίστηκαν μόλις 7-10 εκατομμύρια χρόνια πριν. Αντίθετα, με την παρούσα έρευνα η εξέλιξη αυτή τοποθετείται στα 21 εκατομμύρια χρόνια πριν.
Σε δεύτερη συνοδευτική μελέτη χρησιμοποιείται ένα σύνολο περιβαλλοντικών στοιχείων για να ανακατασκευαστεί η δομή της βλάστησης σε εννιά θέσεις όπου βρέθηκαν απολιθώματα πιθήκων σε όλη την ανατολική Ισημερινή Αφρική κατά τη διάρκεια του πρώιμου Μειόκαινου, συμπεριλαμβανομένης της θέσης Moroto. Αποκαλύφθηκε ότι το γρασίδι ήταν παντού κατά τη διάρκεια εκείνης της χρονικής περιόδου, όπως δηλώνει ο Τζον Κίνγκστον, βιολογικός ανθρωπολόγος και αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
.