Υπήρξε ένα εξωτικό, απόκοσμο πλάσμα η Τζένη Χειλουδάκη. Τόσο όμορφη για κάποιους που γινόταν απαγορευτική, μια «βασίλισσα» της εσωτερικής της λάμψης, που νοίκιαζε τον έρωτά της, αλλά δεν εκχώρησε την ψυχή της ποτέ.
Κάποτε στο Spartacus, σαν ντίβα στην πόρτα, επέλεγε με προσοχή τους ευνοούμενους της βραδιάς που μπορούσαν να εισέλθουν στα άδυτα. Περπάτησε σε πασαρέλες. Πρωταγωνίστησε σε πολλά εξώφυλλα της εποχής. Μια αυτοεφευρούμενη καλλονή που ξεπάγιασε στο πεζοδρόμιο μες στη νύχτα, αφέθηκε στο άγνωστο, έγινε τρόπαιο χλιδής, πληρώθηκε για να κάνει τα eρωτικά γούστα -κρυμμένων στις σκιές- εραστών που θεωρούνταν από την κοινωνία «υπεράνω υποψίας».
Η επανέκδοση του βιβλίου της «Μαύρη Βίβλος – η Αποκάλυψη του Ιωάννη» των εκδόσεων Αnima, με την ίδια να υπογράφει πλέον ως Ιωάννα Χειλουδάκη, μας μεταφέρει πίσω στο ακόμα ανέφελο 2003, όταν τα χρήματα σε συγκεκριμένους κύκλους, αποκτημένα συνήθως χωρίς κόπο, αγόραζαν τα πάντα. Μέσα από 23 απαγορευμένα κεφάλαια από τη ζωή της Τζένης Χειλουδάκη (η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε τότε) «παρελαύνουν» βίτσια, διαφθορά, αλλόκοτες διαστροφές, εγκληματικές νοοτροπίες, δαιμονικές ευχαριστήσεις, που έχουν πάντα να κάνουν με κάποια εμμονή σeξουαλικής συνεύρεσης.
Η νεκροφιλία, το ομαδικό σeξ, η κοπρολαγνεία ή η ουρολαγνεία, ο σαδομαζοχισμός, ακόμη και η αιμομιξία περιγράφονται από μια γυναίκα που συχνά γδέρνει το δέρμα της κάτω από το νερό για να πετάξει τη βρόμα από πάνω της, «ξερνάει» στο ερωτικό πεδίο της, προσεύχεται, εξομολογείται. Δεν κρίνει τα eρωτικά γούστα, αλλά μπορεί να «φωτογραφίζει» ουρλιάζοντας με γράμματα τυπωμένα τους υποκριτές που κάνουν τους τιμητές, τους κήνσορες της ηθικής μιας κοινωνίας που ράγισε εδώ και καιρό. Υποκριτές!
Πολιτικοί μετά των συζύγων τους, πλούσιοι κληρονόμοι, τηλεπερσόνες, μεγαλοδημοσιογράφοι, διακεκριμένα στελέχη, βαθύπλουτοι εφοπλιστές ή βιομήχανοι «φωτογραφίζονται» με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες μέσα στις σελίδες της «Μαύρης Βίβλου», η επανέκδοση της οποίας παρουσιάζεται αύριο βράδυ (στις 21.00, στην οδό Φαιδριάδων 8, στην Κυψέλη) από την Τζένη για να ξέρουμε πως κάθε φορά που μας χαμογελούν στην τηλεόραση ή στις τυπωμένες σελίδες εφημερίδων και περιοδικών ο μορφασμός αυτός κρύβει το κακό πίσω από τα περιποιημένα δόντια… καρχαρία. Η Τζένη σε σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου εξηγεί:
«(…) Τα άτομα πάντως με ανύπαρκτο οικονομικό παρελθόν -και απότομα χρυσό παρόν- είναι τα πιο διαθέσιμα να στριφογυρίσουν το μαχαίρι στην πληγή σου, πασχίζοντας μάταια να ξεχάσουν ότι κάποτε κρεμόντουσαν από την ίδια σάπια κλωστή με σένα! Οπως αυτοί που σε βρίζουν, σε δέρνουν, σε βιάζουν, σε χαρακώνουν, σε καίνε, σε σταυρώνουν, είναι αυτοί που θα “θελαν να σου φωνάξουν, σαν και εσένα – «έτσι είμαι εγώ», αλλά δεν τολμούν… Τα νυχτιάτικα πεζοδρόμια είναι το άβαφτο πρόσωπο της κοινωνίας, που δεν μας επιτρέπει να το αποδεχθούμε, της αθέατης ηγεσίας που μας κω@@γλείφει την ώρα που μας ρουφάει τα σωθικά. Είμαστε μονάδα για την Εφορία και μπουλούκι για την Κατανάλωση»…
Και η ίδια η Χειλουδάκη, η Τζένη, η Ιωάννα, (η βαφτισμένη ζωές πίσω Ιωάννης) σώζει την ψυχή της. Αλλωστε στην αρχή του βιβλίου της αναφέρει: «Στο Θεό που μου “δωσε τη δύναμη να αντέξω, στη μανούλα μου που η αγάπη της με στηρίζει, στη ζωή που γεύομαι ακόμα, σε εσάς που χαρίζω τη φωνή μου…» Αμέσως μετά μας παίρνει απ” το χέρι και μας κάνει μια βόλτα στη σκοτεινή πλευρά του δρόμου, τη σαγηνευτικά μαύρη, σαν στόμα θανάτου, έτοιμη να μας καταπιεί.
Η Τζένη περιγράφει με ιδιαίτερη αποστροφή πως πληρωνόταν για να οδηγεί τις ακραίες σαδομαζοχιστικές περιπτύξεις ανάμεσα σε έναν ηλικιωμένο, τη νεαρή, ωραία γυναίκα του και έναν όμορφο νεαρό. Οι ειδικές κατασκευές, το αίμα της πληγωμένης γυναίκας, οι πνιγμοί είναι συνήθεια του τρίο και της ντομινατρίς Τζένης.
«Ο γέρος ήταν ζάπλουτος, πάτησε επί πτωμάτων και έκοψε το λουφέ σε ανταγωνιστές. Μέχρι και υπουργούς ανεβοκατέβαζε κατά το κέφι του. Ηξερε να κρατάει τις κυβερνήσεις απ” τα αρ@@δια (φανταστείτε τώρα τι γινόταν με κυβερνήσεις που δεν είχαν αρ@@δια!). Ξεκίνησε από πολύ χαμηλά και είχε κάνει δύο γάμους. Την πρώτη του γυναίκα δεν τη γνώρισα ποτέ. Οταν ήταν με εκείνη, είχε σκαρώσει ένα εξώγαμο με μια Βραζιλιάνα. Το μπάσταρδο αυτό ήταν ο πιτσιρίκος που κουβαλούσε μαζί μας! Εκβίαζε το ίδιο του το παιδί να κάνει όλα αυτά για να το αναγνωρίσει και να έχει δικαίωμα στην περιουσία του!»
Η φυγή και ο Μπούλης
Η Τζένη, αηδιασμένη μόλις μαθαίνει την ιστορία, φεύγει μακριά, αφού βρίζει τον βαθύπλουτο ηλικιωμένο. Φροντίζει δε να τον κάνει να φοβηθεί με τα στοιχεία που έχει, ώστε να μην της κάνει κακό…
Γράφει η Τζένη αφηγούμενη την ιστορία του «Μπούλη»: «(…) Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, περιφερόταν στο χαζοκούτι και ουρά οι θαυμαστές. Ακόμα στοιχειώνει την ΤV σαν ζόμπι, εκπομπές, τιμώμενο πρόσωπο, αφιερώματα και δε συμμαζεύεται. Αυτός είχε «δέσει» τότε με τον γκόμενο ενός θιασάρχη. Αχτύπητο ντουέτο σε σαδομαζοχιστικές διαπλοκές από τις πιο ακραίες. Κουβαλούσαν και κάτι ψόφιες, ματαιόδοξα βλαχαδερά, που το πάλευαν με όλα τα μέσα να πιαστούν από κάπου. Από κάτι «σχολές» μοντέλων της πλάκας, στην Πλάκα, όπου η «τσατσά» τις μίσθωνε σε παλιόγερους για να γλιτώνουν τα «δίδακτρα». Η μία από δαύτες είχε και το σαράκι της ηθοποιού, κι ο «Μπούλης» τις παραμύθιαζε κανονικότητα και τις είχε ξεφτιλίσει. Μιανής βρωμάγαν ελαφρώς τα πόδια της, αλλά με τόσο παίδεμα που τραβούσε το κορίτσι σιγά μην κόλλαγαν στην ποδαρίλα…»
Η Τζένη περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όλες τις συνευρέσεις της ομάδας που λάτρευε τα αιματηρά σαδομαζοχιστικά παιχνίδια, τα οποία θα έκαναν σε περιγραφές τον μαρκήσιο Ντε Σαντ να αποσβολωθεί από τα σύγχρονα ήθη και βασανιστήρια. Γράφει για τα κορίτσια του μεροκάματου και τις καριέρες που χαντακώνονται, ενώ οι γυναίκες που ενδίδουν στον «Μπούλη» δεν κάνουν ποτέ τίποτα. «Ο «Μπούλης» ακόμα οργώνει τα κανάλια. Φεσώνει σταθερά τις ηλίθιες που νομίζουν πως με τις μπουνιές που θα φάνε και με τις λεπίδες που θα τις ξεσκίσουν θα βγουν στο γυαλί. Αμ, δεν έχουν τσίπα τέτοια κουμάσια, ρε μαλα@@σμένες!» Η Τζένη, εν πλήρη συνείδηση, θα βγάλει πολλά λεφτά από τον «Μπούλη» και θα προχωρήσει παρακάτω…
Η Τζένη γράφει πως σχεδόν σε όλα τα ομαδικά σχήματα υπάρχει ένας πολιτικός. Περιγράφοντας ένα πολύωρο όργιο κάνει λόγο για τον σπιτονοικοκύρη που ήταν μέσα σ” όλα, στα ΜΜΕ, στα καλλιτεχνικά κυκλώματα, στις πολιτικές προπαγάνδες, στις πολυεθνικές, στις κοινότητες και στους οργανισμούς, και πως όλοι κάτι του χρωστούσαν. Εκεί και ο «Φίφης» που «δάκρυζε με το σφυροδρέπανο και με πελώρια «όργανα» σφηνωμένα από πίσω του», ο οποίος κατηγορούσε την Τζένη για την επέμβασή της, ώσπου «τον στρίμωξαν κάτι τεκνά, «προστατευόμενα», κυβερνητικών και λούφαξε στη γωνιά του».
Πριν η Τζένη καταγράψει την εξουθενωτική συνεύρεση, με ναρκωτικά και αναφορά των επιδόσεων, μας συστήνει άλλο πρόσωπο της ομάδας: «Πάμε τώρα και στον «κυβερνητικό» μας, γιατί καθωσπρέπει παρτούζα χωρίς πολιτικάντη δεν νοείται! Κάπως άχρωμος, αλλά αρκετά γαλαντόμος με το δημόσιο χρήμα, με ανορθόδοξα γούστα και σαφή προτίμηση στις πουτάνες, παρά στα σκυλάδικα…» Εδώ η Τζένη περιγράφει τα βίτσια του και συνεχίζει:
«Οταν τον βλέπω στην TV με την αρσενική του πόζα, το ουδέτερο γκριζογάλανο κοστούμι και το θηλυκό του χαμόγελο, δεν ξέρω τι να πρωτοκάνω, να καγχάσω ή να ξεράσω. Στις αφίσες του κοτσάρει κι ένα φωτοστέφανο (ψηφοφόροι, προσοχή στα χαμόγελα, γιατί ροκανίζουν!). Πάντως είχε ιδιαίτερη πλάκα όταν κάτι δημοσιογραφάκια της συμφοράς τον έγλειφαν για να κάνει βαρυσήμαντες δηλώσεις. Ε, ρε και να “ξερε ο κοσμάκης…»
πηγή: Espressonews