Ξάφνου το βλέμμα της Νεφέλης θόλωσε – Ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών – Αχαΐα

Ξάφνου το βλέμμα της Νεφέλης θόλωσε   Ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών   Αχαΐα
Ένα πορτρέτο για τη Νεφέλη. Ο συγγραφέας λογοτέχνης Κώστας Λογαράς γράφει για τη Νεφέλη Σπηλιοπούλου, η οποία πέθανε τον περασμένο Αύγουστο σε ηλικία μόλις 18 ετών. Η Νεφέλη, κόρη του φιλολόγου Γιώργου Σπηλιόπουλου και της γuμνάστριας Σοφίας Γαρουφαλή, είχε τραυματιστεί σε τροχαίο ατύχημα στις 30 Ιουλίου. Έδωσε για ημέρες άνιση μάχη για να κρατηθεί ζωντανή αλλά τελικά υπέκυψε στα τραύματά της.

«Είναι δύσκολο να καταγράψω στο χαρτί πως η Νεφέλη δεν ζει ανάμεσά μας, ότι δεν είναι πια μαζί μας. Μου είναι οδυνηρό να αποδεχτώ το θάνατο της. Κι ούτε ξέρω τι σημαίνει ο θάνατος ενός παιδιού 18 χρονών – του οποιουδήποτε παιδιού. Πολύ περισσότερο, όταν έχει αφήσει τόσο έντονα τα ίχνη του πάνω στη σκέψη, στην ψυχή αυτών με τους οποίους έζησε και συναναστράφηκε μαζί τους.

Αλλά και πάλι, αυτά που λέω είναι λόγια κι απορίες γύρω απ” τον θάνατο. Ενώ για τους δικούς της, τον πατέρα, τη μητέρα της η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο θάνατος γι” αυτούς είναι πόνος καθημερινός. Η απώλεια της Νεφέλης είναι μια αβάσταχτη πραγματικότητα. Που τη ζούνε νύχτα-μέρα οι δικοί της μες στο σπίτι τους και ποτέ τα λόγια κανενός δεν θα αναπληρώσουν την οδύνη του θανάτου. Όμως γράφονται με την ελπίδα να γλυκάνουν την πληγή όλων εκείνων που τη γνωρίσαμε, τη ζήσαμε και την αίσθηση τής παρουσίας της θα την κουβαλάμε από δω και στο εξής μαζί μας.

Τι ήταν η Νεφέλη;

Ένα πλάσμα χαρισματικό. Ένα κορίτσι ζωντανό και δημιουργικό. Με αγάπη για τη ζωή και ενδιαφέρον για τα πράγματα και τους ανθρώπους. Ύπαρξη στέρεα και διάφανη, γήινη και με σκέψη φωτεινή . Με περιέργεια αληθινή για τις δύσκολες, τις πιο δύσβατες περιοχές της γνώσης. Ήταν μόλις 18 χρονών κι έκανε αισθητή την παρουσία της, αθόρυβα και ουσιαστικά : με το βλέμμα της, με τον τρόπο που μιλούσε, τον τρόπο που κοιτούσε γέρνοντας το κεφάλι της με χάρη κοριτσίστικη και πάντα ερευνητικά. Περιμένοντας ν” ακούσει , δεκτική, αλλά και έτοιμη να ελέγξει τα λόγια σου, να ανοίξει διάλογο μαζί σου – κυρίως όμως μέσα της.

Καθηλωνόταν η Νεφέλη σ” αυτή τη στάση της γόνιμης αμφιβολίας . Για να πιάσει το νήμα του διαλόγου. Την κοινή βάση επικοινωνίας. Μέχρι να πειστεί. Τότε μόνο ίσιωνε το κεφάλι , ανασήκωνε τους ώμους της και το βλέμμα της γινόταν χαλαρό. Τα μάτια της φωτίζονταν κι αντανακλούσε σ” ολόκληρο το πρόσωπό της η πληρότητα, η ικανοποίηση ενός ελεύθερου μυαλού και απαιτητικού. Αλλιώς, εξακολουθούσε να κρατάει τη δυσπιστία της, να διατυπώνει τους ενδοιασμούς της. Ή, να σε απορρίπτει ευγενικά και τελικά ν” ακολουθεί τη δική της πορεία της σκέψης. Βέβαιη, ήρεμη, αποφασιστικά.

Ακόμα κι αν διαφωνούσες μαζί της, όφειλες να παίρνεις πάντα σοβαρά την άποψή της. Γιατί ήσουν σίγουρος ότι οι σκέψεις της, οι επιλογές, οι αποφάσεις της ήταν ψαγμένες, φιλτραρισμένες από τη βάσανο μιας λογικής, από τον έλεγχο της ιδιαίτερης ματιάς της. Μπολιασμένη από την ευαισθησία της. Η Νεφέλη ήταν ο εαυτός της, κι εσύ υποχρεωμένος να τη σεβαστείς. Για ένα παραπάνω λόγο : Ό, τι κι αν αποφάσιζε να κάνει, ήταν συνεπής σε όλες τις υποχρεώσεις της και τις ευθύνες της τις αναλάμβανε στο ακέραιο. Εξαιρετικά απαιτητική από τον εαυτό της. Δύσκολη και με θέληση ισχυρή. Οι στόχοι της πήγαιναν ψηλά κι το νήμα το ανέβαζε όλο και πιο πάνω, λες και καταλάβαινε ότι το άλλο, της ζωής της, σε λίγο τελειώνει.

Όμως για τους φίλους της για τους ανθρώπους που συναναστρεφόταν, είχε την πιο μεγάλη κατανόηση. Στεκόταν δίπλα τους, συμμεριζόταν τις αδυναμίες τους, δικαιολογούσε τα λάθη τους. Πολύ πιο επιεικής με εκείνους κι ελάχιστα με τον εαυτό της. Η Νεφέλη αγαπούσε τη ζωή. Είχε την αγωνία του αύριο χωρίς να γίνεται αγχωτική. Κι είχε την έγνοια του κόσμου, όχι από κάποιο νεανικό ενθουσιασμό ή παιδικό μεγαλοϊδεατισμό αλλά από μια φυσική αναγκαιότητα, θαρρείς. Κι οπωσδήποτε, την οικογενειακή της αγωγή.

(Προσπαθώ να ανασύρω λόγια, να θυμηθώ κινήσεις της, να αναπλάσω λεπτομέρειες και εικόνες από την κοινή ζωή των δύο τελευταίων χρόνων που ήτανε μαθήτριά μου, για να σχηματίσω το πορτρέτο της Νεφέλης. Κι ίσως οι φίλοι της, οι συμμαθητές της, άνθρωποι που την είχαν ζήσει πολύ περισσότερο από μένα, βρουν τα λόγια μου ισχνά. Είμαι σίγουρος πως ο καθένας απ” αυτούς θα μπορούσε να προσθέσει πολύ περισσότερα χαρακτηριστικά της, να βάλει στο πορτρέτο της πιο λεπτές ακόμα πινελιές).

Γιατί ήταν από κείνη τη στόφα των ανθρώπων που έχουν όλη τη διάθεση να προσφέρουν, να υπηρετήσουν τον κόσμο. Γι” αυτό κι ο στόχος της ήταν να βελτιώνει συνεχώς τον εαυτό της. Ολιγόλογη και σοβαρή , ανεπιτήδευτα απλή κι αυθεντική, ένα παιδί με εσωτερική ζωή. Και, μαζί, κοινωνική. Με χιούμορ λεπτό. Εκλεκτική, όχι ακατάδεκτη. Στις επιλογές της, στις φιλίες της, στις συναναστροφές της.

Η Νεφέλη ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών. Ένα παιδί που είχε τη ζωή μπροστά του. Και της άρεσε η επιβράβευση. Κι ήθελε να την επαινούν. Τα περίμενε και τα δυο. Τον καλό το λόγο , την επιτυχία και τον έπαινο. Όχι για να ξεχωρίσει απ” τους άλλους, αλλά για να ξεπεράσει τις δικές της αβεβαιότητες, να περιορίσει τις ανασφάλειές της. Να δίνει απάντηση στην αυτό-αμφισβήτηση, που κάθε ανοιχτό μυαλό και προικισμένο έχει και το ταλανίζει: «Αξίζω άραγε; και ποιος μπορεί να με βεβαιώσει στ” αλήθεια γι” αυτό;»

Αυτά τα ερωτήματα την πήγαιναν ακόμα πιο βαθειά στα πράγματα και μέσα της. Και έχω την πεποίθηση πως αυτός ήταν ο δικός της τρόπος για να χαίρεται, με τέτοιες ποιότητες έπλαθε τα κοριτσίστικα όνειρά της, αποκτούσε συνείδηση των γεγονότων που βίωνε, του χρόνου που πέρναγε. Κι αυτό είναι το παρήγορο.

Η Νεφέλη ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών. Τρυφερή και ευαίσθητη. Κάποτε που, μιλώντας για τον Γ΄ κόσμο και τις Δυτικές κοινωνίες, περιέγραφα ένα ταξίδι μου στην Αιθιοπία και για τη ζωή των παιδιών στην πιο φτωχή χώρα του πλανήτη, (τον ύπνο τους στα λασπωμένα πεζοδρόμια με ένα νάιλον τυλιγμένα για κουβέρτα, ξυπόλυτα με δυο κομμάτια από μπουκάλι πλαστικό δεμένο με σκοινί και φορεμένα για παπούτσια, λερά και νηστικά, με σμάρια μύγες να τριγυρνούν στα πρόσωπά τους και να κάθονται στις γεμάτες από μύξες μύτες τους, και παρόλα αυτά μια παράξενη λάμψη στα κατάμαυρα μεγάλα μάτια τους, ένα γέλιο ατόφιο που δεν ήξερες από ποιες πηγές μπορεί να αναβλύζει, ποιες μυστικές δυνάμεις το γεννούν αστραφτερό, πηγαίο, αληθινό και που εμείς οι δυτικοί και πλούσιοι το “χουμε λησμονήσει ), ξάφνου το βλέμμα της Νεφέλης θόλωσε. Και είδα δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια της. Βουβά. Στεγνά – γύρευε από ποια ρωγμή της ευαίσθητης ψυχής ανάβλυσαν αθόρυβα.

Δεν είναι νεκρολογία αυτό το κείμενο. Είναι η προσπάθειά μου (προσπάθεια του δασκάλου της) να σκιαγραφήσω τη μορφή της. Χωρίς καμία απολύτως διάθεση ωραιοποίησης. Να ξαναθυμίσω στους φίλους της και σ” αυτούς που την αγάπησαν , κάποιους απ” τους τρόπους της . Το ήθος και το ύφος της Νεφέλης. Ν” ανάψω ένα κεράκι και να πέσει φως – ιλαρό και ίλεω – στη χαμένη της μορφή. Τη λεπτή σαν μίσχο, που κόπηκε στα δυο.

Δεν είναι, λέω, νεκρολογία αυτό το κείμενο. Είναι μια προσπάθεια να αποτρέψω με τα λόγια το αναπότρεπτο : τον θάνατό της. Γίνεται; Δεν γίνεται.

Κώστας Λογαράς
Πηγή: dete

  

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:      ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ: