NYT: Γιατί οι μεγαλύτερες δυνάμεις δεν μπορούν να σταματήσουν τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή

Κατά τη διάρκεια σχεδόν ενός έτους πολέμου στη Μέση Ανατολή, οι μεγάλες δυνάμεις αποδείχθηκαν ανίκανες να σταματήσουν ή έστω να επηρεάσουν σημαντικά τις εξελίξεις. Η αποτυχία τους αντικατοπτρίζει έναν χαοτικό κόσμο αποκεντρωμένης εξουσίας, το τέλος του οποίου δεν διαφαίνεται άμεσα, αναφέρει ο Ρότζερ Κοέν σε ανάλυσή του στους New York Times.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν πολλές φορές ισχυρίστηκε ότι οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς για τον τερματισμό των μαχών στη Γάζα, που προωθήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν προχωρήσει, λίγο πριν αποτύχουν. Η τρέχουσα προσπάθεια υπό την ηγεσία της Δύσης να αποτραπεί πόλεμος πλήρους κλίμακας μεταξύ του Ισραήλ και της Χεζμπολάχ στον Λίβανο ισοδυναμεί με προσπάθεια να αποτραπεί η καταστροφή. Οι πιθανότητες επιτυχίας της είναι αβέβαιες μετά τη δολοφονία από το Ισραήλ του Χασάν Νασράλα, του μακροχρόνιου ηγέτη της Χεζμπολάχ, την Παρασκευή.

«Υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες σε περισσότερα χέρια σε έναν κόσμο όπου οι φυγόκεντρες δυνάμεις είναι πολύ ισχυρότερες από τις συγκεντρωτικές», δήλωσε πρόσφατα ο Ρίτσαρντ Χάας, ο επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ. «Η Μέση Ανατολή είναι η πρωταρχική περίπτωση όπου μπορεί κάποιος να μελετήσει τις συνέπειες του επικίνδυνου κατακερματισμού», πρόσθεσε ο ίδιος.

Η δολοφονία του Νασράλα, του ηγέτη της Χεζμπολάχ για περισσότερες από τρεις δεκαετίες και του ανθρώπου που ανέδειξε τη σιιτική οργάνωση σε μία από τις ισχυρότερες μη κρατικές ένοπλες δυνάμεις στον κόσμο, αφήνει κενό. Η Χεζμπολάχ πιθανότατα θα χρειαστεί πολύ χρόνο για να το καλύψει. Πρόκειται για σημαντικό πλήγμα στο Ιράν, τον κύριο υποστηρικτή της Χεζμπολάχ, το οποίο μπορεί ακόμη και να αποσταθεροποιήσει την Ισλαμική Δημοκρατία. Το αν θα έρθει πόλεμος πλήρους κλίμακας στον Λίβανο παραμένει ασαφές.

«Ο Νασράλα αντιπροσώπευε τα πάντα για τη Χεζμπολάχ, και η Χεζμπολάχ ήταν ο προωθημένος βραχίονας του Ιράν», δήλωσε ο Ζιλ Κεπέλ, κορυφαίος Γάλλος ειδικός στη Μέση Ανατολή και συγγραφέας βιβλίου για την αναταραχή στον κόσμο μετά την 7η Οκτωβρίου. «Τώρα η Ισλαμική Δημοκρατία έχει αποδυναμωθεί, ίσως μοιραία, καθώς αναρωτιέται κάποιος ποιος μπορεί σήμερα να δώσει έστω και μία εντολή για λογαριασμό της Χεζμπολάχ», ανέφερε ο Κεπέλ.

Για πολλά χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η μόνη χώρα που μπορούσε να ασκήσει εποικοδομητική πίεση τόσο στο Ισραήλ όσο και στα αραβικά κράτη. Σχεδίασαν τις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ το 1978 που έφεραν την ειρήνη μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου, καθώς και την ειρήνη Ισραήλ – Ιορδανίας το 1994. Λίγο περισσότερο από τρεις δεκαετίες πριν, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Γιτζάκ Ράμπιν και ο Γιάσερ Αραφάτ, ο πρόεδρος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, έδωσαν τα χέρια στο γκαζόν του Λευκού Οίκου στο όνομα της ειρήνης, μόνο που οι εύθραυστες ελπίδες εκείνου του εναγκαλισμού διαβρώθηκαν συστηματικά.

Ο κόσμος και οι βασικοί εχθροί του Ισραήλ έχουν αλλάξει από τότε. Η ικανότητα της Ουάσιγκτον να επηρεάσει την Τεχεράνη, αδυσώπητο εχθρό της για δεκαετίες, και τους πληρεξουσίους του Ιράν, όπως η Χεζμπολάχ, είναι οριακή. Χαρακτηρισμένες ως τρομοκρατικές οργανώσεις στις ΗΠΑ, η Χαμάς και η Χεζμπολάχ ουσιαστικά δεν βρίσκονται εντός της εμβέλειας της αμερικανικής διπλωματίας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν διαρκή επιρροή στο Ισραήλ, κυρίως με τη μορφή στρατιωτικής βοήθειας που περιλαμβάνει πακέτο 15 δισ. δολ., το οποίο υπέγραψε φέτος ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν. Λόγω της ισχυρής συμμαχίας με το Ισραήλ κυρίως για στρατηγικούς και εσωτερικούς λόγους, η Ουάσιγκτον είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα απειλήσει ποτέ να διακόψει τη ροή των όπλων.

Η συντριπτική ισραηλινή στρατιωτική απάντηση στη Γάζα έπειτα από τις επιθέσεις ενόπλων της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου προκάλεσε ήπιες επιπλήξεις από την πλευρά του Μπάιντεν. Εχει χαρακτηρίσει τις ενέργειες του Ισραήλ «υπερβολικές», για παράδειγμα. Ομως η αμερικανική υποστήριξη προς τον σύμμαχο παραμένει αποφασιστική, ακόμη και τη στιγμή που οι απώλειες Παλαιστινίων στη Γάζα, πολλοί από τους οποίους άμαχοι, αυξάνονται σε δεκάδες χιλιάδες.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό οποιαδήποτε πιθανή προεδρία, δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την ισραηλινή κυβέρνηση, παρά τις αντιδράσεις που εκφράστηκαν με διαδηλώσεις τόσο στα αμερικανικά πανεπιστήμια όσο και στους δρόμους της Ευρώπης.

Αλλες δυνάμεις ήταν ουσιαστικά θεατές καθώς η αιματοχυσία εξαπλωνόταν. Η Κίνα, μεγάλος εισαγωγέας ιρανικού πετρελαίου και υποστηρικτής οποιουδήποτε γεγονότος θα αποδυνάμωνε την υπό αμερικανική ηγεσία παγκόσμια τάξη, η οποία αναδύθηκε από τα ερείπια το 1945, δεν ενδιαφέρεται να φορέσει τον μανδύα του ειρηνοποιού, όπως σημειώνεται στην ανάλυση των ΝΥΤ, σύμφωνα με την Καθημερινή.

Η Ρωσία έχει επίσης ελάχιστη διάθεση να βοηθήσει, ειδικά την παραμονή των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στηρίζεται στο Ιράν για αμυντική τεχνολογία και μη επανδρωμένα αεροσκάφη στον πόλεμό της στην Ουκρανία και, όπως η Κίνα, χαίρεται με κάθε σημάδι παρακμής των ΗΠΑ.

Μεταξύ των περιφερειακών δυνάμεων, καμία δεν είναι αρκετά ισχυρή ή δεσμευμένη στην παλαιστινιακή υπόθεση ώστε να αντιμετωπίσει στρατιωτικά το Ισραήλ. Τελικά, το Ιράν είναι επιφυλακτικό επειδή γνωρίζει ότι το κόστος ενός ολοκληρωτικού πολέμου θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της Ισλαμικής Δημοκρατίας, η Αίγυπτος φοβάται τεράστια εισροή Παλαιστίνιων προσφύγων και η Σαουδική Αραβία επιδιώκει την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους, αλλά δεν θα διακινδύνευε να χάσει σαουδαραβικές ζωές για αυτόν τον σκοπό.

Οσο για το Κατάρ, χρηματοδοτούσε τη Χαμάς με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ετησίως, τα οποία πήγαν εν μέρει στην κατασκευή του δαιδαλώδους ιστού σηράγγων, μερικών με βάθος 250 μέτρων, με την υποστήριξη σχεδόν του πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος είδε τη Χαμάς ως «μέσο» για να υπονομεύσει την Παλαιστινιακή Αρχή στη Δυτική Οχθη, και έτσι υπονόμευσε κάθε πιθανότητα ειρήνης.

Η 7η Οκτωβρίου αποτέλεσε το αποκορύφωμα της κυνικής χειραγώγησης από Αραβες και Ισραηλινούς ηγέτες τής προσπάθειας των Παλαιστινίων να αποκτήσουν κρατική υπόσταση. Εναν χρόνο μετά, κανείς δεν ξέρει πώς να μαζέψει τα κομμάτια.

Στο ετήσιο «προσκύνημά» τους, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην ανάλυσή του στους ΝΥΤ ο Κοέν, οι παγκόσμιοι ηγέτες σπεύδουν στη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Το Συμβούλιο Ασφαλείας, όμως, βρίσκεται εν πολλοίς σε κατάσταση «παράλυσης» από τα ρωσικά βέτο σε οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με την Ουκρανία και τα αμερικανικά βέτο σε αποφάσεις σχετικές με το Ισραήλ.

Οι ηγέτες ακούν τον Μπάιντεν να περιγράφει, για ακόμη μία φορά, έναν κόσμο σε «σημείο καμπής» μεταξύ της ανερχόμενης απολυταρχίας και των προβληματικών δημοκρατιών. Ακούν τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, να καταδικάζει τη «συλλογική τιμωρία» του παλαιστινιακού λαού –φράση που εξόργισε το Ισραήλ– ως απάντηση στις «αποτρόπαιες τρομοκρατικές πράξεις που διέπραξε η Χαμάς πριν από σχεδόν έναν χρόνο».

Αλλά τα λόγια του Γκουτέρες, όπως και του Μπάιντεν, μοιάζουν να αντηχούν στο στρατηγικό κενό μιας παγκόσμιας τάξης αλά καρτ, που αιωρείται μεταξύ της κατάρρευσης της δυτικής κυριαρχίας και της παραπαίουσας ανόδου των εναλλακτικών λύσεων σε αυτήν. Δεν υπάρχουν τα μέσα για να πιεστούν η Χαμάς, η Χεζμπολάχ και το Ισραήλ ταυτόχρονα – και η αποτελεσματική διπλωματία θα απαιτούσε επιρροή και στους τρεις.

Αυτή η αποδιάρθρωση χωρίς ανοικοδόμηση απέκλεισε την αποτελεσματική δράση για να σταματήσει ο πόλεμος Ισραήλ – Γάζας. Δεν υπάρχει παγκόσμια συναίνεση για την ανάγκη ειρήνης ή έστω κατάπαυσης του πυρός. Στο παρελθόν, ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή οδήγησε σε εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου και σε πτώση των αγορών, αναγκάζοντας τον κόσμο να στρέψει την προσοχή του στις εξελίξεις στην περιοχή. Τώρα, όπως ανέφερε ο Ιταμάρ Ραμπίνοβιτς, πρώην πρέσβης του Ισραήλ στις Ηνωμένες Πολιτείες, η στάση είναι: «Εντάξει, ας είναι».

Ελλείψει μιας συνεκτικής και συντονισμένης διεθνούς αντίδρασης, ο Νετανιάχου και ο Γιαχία Σινουάρ, ο ηγέτης της Χαμάς, δεν αντιμετωπίζουν συνέπειες για την καταστροφική πορεία που χαράσσουν. Η κατάληξη είναι ασαφής, ωστόσο σίγουρα περιλαμβάνει την απώλεια περισσότερων ζωών.

Ο Νετανιάχου έχει αποφύγει να εμπλακεί σε σοβαρές αμερικανικές προσπάθειες για την εξομάλυνση των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία, ίσως τη σημαντικότερη χώρα στον αραβικό και ισλαμικό κόσμο, επειδή το τίμημά της θα ήταν σοβαρή δέσμευση για την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους, αυτό ακριβώς στο οποίο έχει αφιερώσει την πολιτική του ζωή για να αποτρέψει.

Η προσπάθεια, κατά πολλούς, του Νετανιάχου να παρατείνει τον πόλεμο για να αποφύγει να λογοδοτήσει επίσημα για τις αποτυχίες του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών, που οδήγησαν στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, περιπλέκει ακόμη περισσότερο τις όποιες διπλωματικές προσπάθειες. Το ίδιο ισχύει και για την προσπάθειά του να αποφύγει να αντιμετωπίσει τις προσωπικές κατηγορίες για απάτη και διαφθορά που του απαγγέλθηκαν. Παίζει ένα παιχνίδι αναμονής, όπου προσφέρει ελάχιστα ή τίποτα, τουλάχιστον μέχρι τις 5 Νοεμβρίου, που θα μπορούσε να εκλεγεί ο Τραμπ, τον οποίο θεωρεί ισχυρό σύμμαχο.

Οι οικογένειες Ισραηλινών που στέλνουν τα παιδιά τους στον πόλεμο αμφισβητούν την «αφοσίωση» του πρωθυπουργού τους στον σκοπό να φέρει τους νεαρούς στρατιώτες πίσω με ασφάλεια εκμεταλλευόμενος κάθε βιώσιμη ευκαιρία για ειρήνη. Αυτό, τονίζουν πολλοί Ισραηλινοί, είναι διαβρωτικό για την εθνική ενότητα στη χώρα.

«Οι θεσμοί που καθοδηγούσαν τις διεθνείς σχέσεις για την επίλυση παγκόσμιων προβλημάτων από τα μέσα του 20ού αιώνα δεν είναι πλέον ικανοί να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της νέας χιλιετίας», αναφέρει ο Στίβεν Χάιντζ, πρόεδρος του φιλανθρωπικού οργανισμού Rockefeller Brothers Fund σε πρόσφατο δοκίμιό του.

«Είναι αναποτελεσματικοί, αναχρονιστικοί και, σε ορισμένες περιπτώσεις, απλώς παρωχημένοι», όπως αναφέρει. Αυτό ήταν το μάθημα της χρονιάς που ήρθε από τη Μέση Ανατολή, καταλήγει ο Κοέν.

Comments

.

  

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:      ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ: