«Η ζωή σαν ταξιτζής στην Νέα Υόρκη είναι σίγουρα γεμάτη παράξενες και ενδιαφέρουσες εμπειρίες. Στην πόλη που δεν κοιμάται, αυτά τα κίτρινα αμάξια σαρώνουν συνεχώς τους δρόμους μεταφέροντας επιβάτες από το ένας μέρος στο άλλο. Αλλά μία μέρα, κάλεσαν αυτόν τον οδηγό σε μία πολύ ιδιαίτερη διεύθυνση.
Αυτό που βίωσε τον συγκίνησε πολύ βαθιά και τώρα θέλει να μοιραστεί την ιστορία του με όλο τον κόσμο:
‘Με κάλεσαν σε μία διεύθυνση. Όπως συνήθως, πάτησα την κόρνα μου όταν έφτασα αλλά δεν ήταν κανείς. Πάτησα την κόρνα ξανά αλλά τίποτα. Έγινα λίγο ανυπόμονος επειδή ήταν η τελευταία μου κούρσα και ήθελα να ξεκουραστώ, αλλά αποφάσισα να μείνω. Όταν χτύπησα το κουδούνι, άκουσα μία γέρικη φωνή: «Μισό λεπτό παρακαλώ.»
Μία ηλικιωμένη άνοιξε την πόρτα. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον 90 χρονών και κρατούσε μία μικρή βαλίτσα. Με την άκρη του ματιού είδα το εσωτερικό του σπιτιού της και φαίνονταν λες και κανείς δεν είχε ζήσει εκεί για πολύ καιρό. Υπήρχαν σεντόνια πάνω στα έπιπλα και οι τοίχοι δεν είχαν τίποτα πάνω. Μόνο ένα κουτί υπήρχε που ήταν γεμάτο με φωτογραφίες και αναμνηστικά.
‘Μπορείς να με βοηθήσεις να κουβαλήσω τη βαλίτσα μου νεαρέ;’ είπε η ηλικιωμένη.
Πήρα τη βαλίτσα, την έβαλα στο πορτμπαγκάζ και γύρισα για να την συνοδέψω μέχρι την πόρτα του ταξί. Αφού κάθισε, μου είπε την διεύθυνση που ήθελε να πάει και μου ζήτησε να μην πάω από το κέντρο. Βέβαια έτσι θα κάναμε πολύ μεγάλο κύκλο, αλλά εκείνη είπε πως δεν είχε πρόβλημα και πως δεν βαριόταν. Είπε επίσης ότι πήγαινε σε ένα άσυλο.
‘Δεν έχω κανέναν στον κόσμο’ είπε σιγανά. ‘Ο γιατρός είπε πως δεν έχω πολύ χρόνο μπροστά μου.’
Εκείνη τη στιγμή έκλεισα το ταξίμετρο και την ρώτησα που ήθελε να πάμε. Τελικά, περάσαμε τις επόμενες 2 ώρες απλά οδηγώντας στην πόλη και μου έδειξε το ξενοδοχείο που δούλευε σαν ρεσεψιονίστ. Πήγαμε σε πολλά μέρη. Μου έδειξε πού έμενε με τον άντρα της και τη σχολή στην οποία μάθαινε χορό όταν ήταν μικρή.
Σε μερικούς δρόμους μου ζήτησε να πάω πιο αργά καθώς κοιτούσε από το παράθυρο χωρίς να λέει κουβέντα. Οδηγούσαμε όλο το βράδυ μέχρι που τελικά κουράστηκε και μου ζήτησε να την πάω στον προορισμό της. Το άσυλο ήταν πιο μικρό από ότι περίμενα. Όταν φτάσαμε, ήρθε μία νοσοκόμα να μας καλωσορίσει. Έβαλαν την κυρία σε ένα καροτσάκι και κουβάλησα την βαλίτσα της.
‘Πόσα σας οφείλω;’ ρώτησε.
‘Τίποτα,’ απάντησα. ‘Αλλά πρέπει να βγάλεις και εσύ τα προς το ζήν,’είπε. ‘Υπάρχουν και άλλοι επιβάτες,’ της είπα με χαμόγελο. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, την αγκάλιασα και την αποχαιρέτησα.
‘Μου έδωσες μεγάλη χαρά στα τελευταία μου βήματα. Σε ευχαριστώ.’ είπε καθώς τα μάτια της άρχισαν να δακρύζουν. Της έσφιξα το χέρι και έφυγα. Παρόλο που είχε τελειώσει από ώρα η βάρδια μου, δεν ήθελα να δω ή να μιλήσω σε κανέναν. Τι θα είχε συμβεί εάν δεν είχα πάρει αυτή την τελευταία κούρσα; Τι θα είχε γίνει εάν τα είχα παρατήσει και είχα φύγει όταν αργούσε;
Όταν σκέφτομαι εκείνη τη νύχτα, πραγματικά πιστεύω πως ήταν από τα πιο σημαντικά πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου. Πάντα εστιάζουμε στις μεγάλες στιγμές. Μεγαλύτερες, καλύτερες, πιο έντονες. Αλλά πιστεύω πως είναι οι σιωπηλές στιγμές εκείνες που μετράνε περισσότερο στη ζωή.
Θα πρέπει να μην της υποτιμάμε. Ας κάνουμε λίγη ακόμα υπομονή και ας περιμένουμε λίγο πριν χτυπήσουμε την κόρνα μας. Ίσως τότε δούμε τι πραγματικά μετράει…»
Είναι μία πολύ όμορφη ιστορία που μας κάνει να σκεφτόμαστε για το τι πραγματικά έχει αξία σ’αυτή τη ζωή…
Viral news