Οι Έλληνες δεν καπνίζουν, είναι υπέρβαροι, αλλά δεν αθλούνται

Κατάθλιψη, ραγδαία άνοδο των χρόνιων παθήσεων και της παιδικής θνησιμότητας έφερε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα ευρήματα

Ανησυχητικά είναι τα στοιχεία για την κατάσταση της υγείας των Ελλήνων που καταγράφει έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ που πραγματοποιήθηκε το διάστημα 2009-2014 και αποτυπώνει αυξητικές τάσεις στα χρόνια νοσήματα, στις ψυχικές διαταραχές. Αποκαλύπτει ακόμα ότι οι Έλληνες, ενώ ένας στους δυο είναι υπέρβαρος, δεν αθλούνται. 

Θετικό στοιχείο της έρευνας ότι οι Έλληνες από ότι φαίνεται δεν καπνίζουν και τόσο πολύ.

Συγκεκριμένα επτά στους δέκα Έλληνες δεν καπνίζουν, ενώ σε μία πενταετία (2009-2014) μειώθηκε το ποσοστό των συστηματικών καπνιστών.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία επτά στους δέκα Έλληνες δεν καπνίζουν καθόλου, ενώ μειώθηκε σε μια πενταετία (2009- 2014) το ποσοστό των συστηματικών καπνιστών. 

Συγκεκριμένα:

– 3 στους 10 (27,3%) ηλικίας 15 ετών και άνω καπνίζουν καθημερινά

– 1 στους 20 (5,3%) καπνίζει περιστασιακά.

– 7 στους 10 (67,4%) δεν καπνίζουν. Από αυτούς, το 51,4% δεν έχει καπνίσει ποτέ, ενώ το 16% κάπνιζε στο παρελθόν και το έχει διακόψει για περισσότερους από 6 µήνες.

Σε σχέση με το 2009, µείωση 14,4% καταγράφεται στο ποσοστό των καθηµερινών καπνιστών (από 31,9% σε 27,3%) και μείωση (11,7%) στο ποσοστό όσων καπνίζουν περιστασιακά (από 6% σε 5,3%).

Ως προς το φύλλο, καπνίζουν, καθηµερινά ή περιστασιακά:

– 4 στους 10 (39,4%) άνδρες ηλικίας 15 ετών και άνω και

– περίπου 3 στις 10 (26,4%) γυναίκες ηλικίας 15 ετών και άνω.

Ένα άλλο στοιχείο της έρευνας αποκαλύπτει ότι μόνο 2 στους 10 (22,8%) ηλικίας 15 ετών και άνω κάνουν αθλητισµό, γυµναστική ή άσκηση για ψυχαγωγία από 1 έως 7 ηµέρες την εβδοµάδα. Σχετικό είναι το γράφηµα που ακολουθεί. 

Η έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε σε άτομα άνω των 15 ετών, καταγράφει μείωση 0,7%, σε σχέση με την προηγούμενη αντίστοιχη έρευνα του 2009, στο ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει πολύ καλή ή καλή υγεία, αύξηση (9,6%) στο ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει μέτρια υγεία και μείωση (-13,6%) στο ποσοστό όσων δηλώνουν κακή ή πολύ κακή υγεία.

 Παράλληλα, ανησυχία προκαλεί το εύρημα ότι το 4,7% του πληθυσμού δηλώνει ότι έχει κατάθλιψη, ποσοστό που είναι αυξημένο κατά 80,8% σε σχέση με το ποσοστό του 2009 (2,6%). Κατάθλιψη φέρεται να εμφανίζουν τρεις στους δέκα άνδρες και σχεδόν επτά στις δέκα γυναίκες, ενώ το 7,6% του πληθυσμού πάσχει από αγχώδεις διαταραχές, το 1,7% από άλλες ψυχικές διαταραχές και το 1,0% από ανοϊκή διαταραχή ή νόσο Alzheimer. Σημαντικό είναι και το εύρημα ότι το 3,3% των ερωτηθέντων, στο ερώτημα αν κάνει σκέψεις ότι «θα ήταν καλύτερα να μη ζει ή να βλάψει τον εαυτό του», απάντησε ότι αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο εβδομάδων.

Παράλληλα, ένας στους δύο (49,7%) δηλώνει ότι έχει κάποιο χρόνιο πρόβλημα ή χρόνια πάθηση, η οποία διαρκεί ή πρόκειται να διαρκέσει για περισσότερο από έξι μήνες. Χρόνιο πρόβλημα δηλώνουν πέντε στις δέκα γυναίκες (54,1%) και τέσσερις στους δέκα άνδρες (44,8%). Από το σύνολο όσων δηλώνουν ότι έχουν κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση, έξι στους δέκα (61,8%) είναι ηλικίας 55 ετών και άνω. Αύξηση 25,2%, σε σχέση με το 2009 (39,7%), καταγράφεται στον πληθυσμό που δηλώνει ότι πάσχει από κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση.

Ένας στους δέκα (10,3%) ηλικίας 15 ετών και άνω έχει περιορίσει πάρα πολύ, για λόγους υγείας και για διάστημα έξι μηνών ή και περισσότερο, κάποιες από τις -συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό- δραστηριότητές του, και δύο στους δέκα (19,4%) τις έχουν περιορίσει αλλά όχι πάρα πολύ. Συνολικά, το 29,7% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω δηλώνει ότι έχει περιορίσει τις δραστηριότητές του λόγω προβλημάτων υγείας. Οι μισοί Έλληνες ηλικίας 65 – 74 ετών και σχεδόν τέσσερις στους πέντε ηλικίας 75 ετών και άνω δηλώνουν περιορισμό δραστηριοτήτων λόγω προβλημάτων υγείας.

Κατά τους τελευταίους 12 μήνες πριν τη διενέργεια της έρευνας, χρειάστηκαν και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να λάβουν ιατρική φροντίδα ή θεραπεία, το 13,6% του πληθυσμού, οδοντιατρική φροντίδα ή θεραπεία, το 15,2% του πληθυσμού και υπηρεσίες φροντίδας ψυχικής υγείας από ψυχολόγο ή ψυχίατρο, το 4,2% του πληθυσμού.

Παράλληλα, η έρευνα έδειξε ότι το 11,3% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει φάρμακα που είχαν συσταθεί από γιατρό. Τα μέλη των νεότερων ομάδων ηλικιών φέρονται να έχουν καταναλώσει περισσότερα φάρμακα χωρίς συνταγή γιατρού παρά με συνταγή γιατρού, ενώ το αντίθετο καταγράφηκε για τις μεγαλύτερες ομάδες ηλικιών.

Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα Υγείας εδώ Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα με τους παράγοντες που επηρεάζουν την Υγεία εδώ 

Πηγή: protothema.gr

ellada

  

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:      ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ: