Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για το θέμα αυτό, αλλά το πιο πιθανό είναι ότι η ερώτηση “τι κάνεις;” είναι η πιο κοινή και συχνή ερώτηση που θα ακούσετε κατά τη διάρκεια της ημέρας, είτε είστε οι ίδιοι που την απευθύνετε σε κάποιο άλλο άτομο, είτε καλείστε διαρκώς να απαντήσετε εσείς σε αυτήν.
Αν το σκεφτείτε λίγο, η ερωταπάντηση στο “τι κάνεις;” μοιάζει με ένα χιλιοπαιγμένο σενάριο από σκηνή της καθημερινότητας.
- Τι κάνεις;
- Καλά, μια χαρά, εσύ;
Σας θυμίζει κάτι η παραπάνω στιχομυθία; Δεν χρειάζεται καν να σταματήσετε και να σκεφτείτε αν είστε πραγματικά είστε καλά ή όχι. Μα ούτε και το άτομο που σας ρωτάει δεν έχει πραγματικά αναλογιστεί την πιθανή απάντησή σας. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εκτελείται απλά ένα σενάριο ανταλλαγής κοινότυπων αστεϊσμών, που δεν επιφέρουν καμία πραγματική επικοινωνία.
Έχετε σκεφτεί ποτέ τι θα κάνατε αν αυτή η ερώτηση απαντιόταν κάθε φορά με ειλικρίνεια; Οι διαπροσωπικές μας σχέσεις θα περνούσαν σε ένα άλλο, πολύ πιο ουσιαστικό επίπεδο. Σίγουρα θα μας έβγαζε από τον προφορικό μας… λήθαργο.
Δείτε τι άλλο προσθέτει σε αυτό το θέμα, το οποίο ελάχιστοι από εμάς αναλογιζόμαστε στην σωστή του έκταση, η δρ Susan Krauss Whitbourne, καθηγήτρια Επιστημών Ψυχολογίας και Εγκεφάλου στο πανεπιστήμιο Amherst της Μασαχουσέτης στις ΗΠΑ:
Το ερώτημα του πόσα πρέπει να αυτο-αποκαλύψει κανείς, όταν του ζητηθεί μια ερώτηση σχετικά με την εσωτερική του κατάσταση είναι μια σχέση, την οποία οι ερευνητές επιδιώκουν συχνά να μελετήσουν. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν προσπαθείτε να εμβαθύνετε την ποιότητα μιας σχέσης, ίσως να είστε πρόθυμοι να κάνετε αυτό το μεγάλο βήμα και να μοιραστείτε βαθύτερα συναισθήματα και εμπειρίες με το άλλο πρόσωπο. Η κεντρική ιδέα είναι ότι όσο πιο προσωπική είναι η ερώτηση, τόσο μεγαλύτερη αυτο-αποκάλυψη απαιτείται από εκείνον που απαντάει.
Οι έρευνες για την αυτο-αποκάλυψη ενισχύουν σταθερά το επιχείρημα ότι για να αυξηθεί η οικειότητα απαιτείται η αποκάλυψη ενδότερων συναισθημάτων. Αυτό, αντανακλάται και στην αυξανόμενη παρουσία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και μαζικής ενημέρωσης στην καθημερινή μας ζωή. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των ερευνών επικεντρώνεται στο επίπεδο αυτο-αποκάλυψης στο Facebook και σε κείμενα και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email). Με άλλα λόγια δεν μελετάει τις απευθείας, πρόσωπο με πρόσωπο, συνομιλίες.
Σε αυτές τις συνομιλίες, ομοίως, φαίνεται ότι προτιμούμε η απάντησή μας στην ερώτηση “τι κάνεις;” να είναι πολύ επιφανειακή. Δεν ανοιγόμαστε σχεδόν ποτέ, ακόμα και σε δικά μας άτομα. Οπότε, φαίνεται ότι δεν μας είναι επαρκής η απλή ερώτηση “τι κάνεις;” για να εξωτερικεύσουμε τα συναισθήματά μας.
Από την άλλη πλευρά, όταν ένα άτομο μας απαντάει σχεδόν αυτόματα “Καλά, εσύ;” μας ακούγεται λίγο περίεργο. Όταν η απάντηση έρχεται χωρίς καμία περισυλλογή μας φαίνεται υπερβολικά επιφανειακή, στον βαθμό που ενδόμυχα, νιώθουμε και λίγο προσβεβλημένοι, παρά το γεγονός ότι η όλη στιχομυθία είναι ένα χιλιοπαιγμένο σενάριο! Αυτή η ανταλλαγή, η οποία μπορεί να πάρει μόνο μερικά δευτερόλεπτα, δεν κάνει τίποτα για να προωθήσει τη σύνδεση που έχετε με το άλλο πρόσωπο.
Υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ της υπερβολικής και της καθόλου αυτο-αποκάλυψης όταν απαντάμε στην ερώτηση “τι κάνεις;”. Μέρος της εξίσωσης είναι η εγγύτητα της σύνδεσής μας με το άλλο πρόσωπο, αλλά και τι είδους προσωπικότητα είναι ο καθένας, όπως το αν κανείς είναι εξαιρετικά εξωστρεφής, οπότε και το να μοιράζεται τα εσωτερικά του, είναι πολύ δύσκολο για εκείνον.
Η εγγύτητα της σύνδεσής σας με το άλλο άτομο διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Αν πρόκειται για ένα άτομο που θα θέλατε να γνωρίσετε καλύτερα, είναι καλό να αντικαταστήστε την αυτόματη απάντηση με κάτι λίγο πιο ουσιώδες, όπως:
- Τι κάνεις;
- Καλύτερα τώρα τελευταία (αφήστε δηλαδή στον άλλο «την πόρτα ανοιχτή» για να σας ρωτήσει περισσότερες λεπτομέρειες για εσάς)
ή
- Τι κάνεις;
- Πολύ καλά. Μόλις [μου συνέβη το Χ πράγμα στην ζωή μου] και είμαι πολύ χαρούμενος/η
Η βασική αρχή που πρέπει να θυμάστε είναι ότι αξίζει να βάλετε λίγη σκέψη στην απάντησή σας. Ο αυτοματισμός της αλληλεπίδρασης καθιστά εύκολη, αλλά και ανόητη την στιχομυθία. Ταυτόχρονα την ρίχνει σε ένα αδιάφορο και απρόσωπο επίπεδο, που αντί να εμβαθύνει την σύνδεσή σας με το άλλο άτομο, την παγιώνει σε μια ουδέτερη φάση.
Σε τελική ανάλυση, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, είναι, επί της ουσίας, αυτό που κρατά τις διαπροσωπικές μας συνδέσεις ζωντανές. Οι δικές σας μπορεί να γίνουν πολύ πιο ζωντανές και να σας γεμίσουν με θετικά συναισθήματα, αρκεί να πάρετε τον χρόνο και να σκεφτείτε ότι η ερώτηση “τι κάνεις;” πρέπει να σταματήσει να είναι ένας προφορικός λήθαργος.
Πηγή: iatropedia
seleo.gr-Ygeia