Όταν δεν ξέρεις αν είσαι μαζί του από αγάπη ή συνήθεια…

Δεν είσαι η μόνη. O έρωτας, η αγάπη και η συνήθεια μπορούν πολύ εύκολα να μπλεχτούν μεταξύ τους και να σε γεμίσουν αμφιβολίες και ερωτηματικά. Επιστημονικές έρευνες δείχνουν πως το ανώτερο διάστημα που μπορείς να νιώθεις ερωτευμένη είναι δύο χρόνια. Μετά τα δύο αυτά χρόνια η ερωτική χημεία συνήθως εξατμίζεται ή, σπανιότερα, μεταλλάσσεται στην πιο δυνατή μορφή αγάπης που μπορείς να νιώσεις. Για έναν παράξενο λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουμε να πιστεύουμε πάντα πως μας συμβαίνει το δεύτερο· ακόμη κι όταν όλα ουρλιάζουν πως από την ερωτική χημεία δεν έχει απομείνει ούτε σταγόνα στους δοκιμαστικούς σωλήνες.

Μπορεί ένας μεγάλος έρωτας να μετατραπεί σε ακόμη μεγαλύτερη αγάπη; Μπορεί.Όχι όμως πάντα. Κι αυτό το «όχι πάντα» πρέπει και να το αποδεχτείς και να το εμπεδώσεις, για να γλιτώσεις χρόνο, κόπο και δάκρυα. Κι όσο πιο γρήγορα δράσεις, τόσο το καλύτερο. Με τον Παύλο ήμασταν μαζί ενάμιση χρόνο όταν άρχισα να αισθάνομαι πως κάτι μου έλειπε. Κάτι με ενοχλούσε και μου έτρωγε τα σωθικά. Όσα με διασκέδαζαν στη μας είχαν αρχίσει να μου φαίνονται βαρετά, όσα με ενοχλούσαν είχαν γίνει αφόρητα και κάθε φορά που σκεφτόμουν πως ίσως είχε έρθει η ώρα του αποχαιρετισμού ένα φτερούγισμα τρυφερότητας με έκανε να σκέφτομαι πως απλώς είχε περάσει ο πρώτος ενθουσιασμός και δεν έπρεπε να είμαι άπληστη.

Όσο είχα την ψευδαίσθηση πως κάτι υπήρχε στην ατμόσφαιρα, στρίμωχνα στο πίσω μέρος του μυαλού μου όλες τις αρνητικές σκέψεις και τις αμφιβολίες, οργάνωνα ρομαντικές βραδιές ανανέωσης του πάθους μας και κάθε φορά που η ιδέα πως είχαμε τελειώσει πήγαινε να τρυπώσει στο κεφάλι μου αρνιόμουν να την αντιμετωπίσω. Θεωρούσα πως όλα ήταν απλώς θέμα οπτικής γωνίας.

Δεν ήμουν ερωτευμένη, αυτό το είχα καταλάβει. Ήμουν όμως με κάποιον που συμπαθούσα, που με ήξερε από την καλή και την ανάποδη, με φρόντιζε και με ήθελε. Με κάποιον με τον οποίο δε χρειαζόταν, πλέον, να προσπαθώ και πολύ. Μπορούσα να φοράω τις μάσκες ομορφιάς μπροστά του, να τριγυρνάω με φαρδιές άκομψες φόρμες, να αναβάλλω την αποτρίχωση για πολλές πολλές μέρες, να μην ψάχνω ηλεκτρολόγο για τις καμένες ασφάλειες, να μην αγχώνομαι για το τι θα έλεγα και τι θα έκανα κάθε φορά που η ανία με έπνιγε. Η οικειότητα που ένιωθα με είχε παγιδέψει.

O Παύλος είχε μετατραπεί σε σύντροφο ανάγκης κι όχι αγάπης. Άρχισα να το παραδέχομαι όταν διαπίστωσα πως οι μόνες φορές που ανυπομονούσα να τον συναντήσω ήταν όταν δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω (ενώ ήθελα οπωσδήποτε κάτι να κάνω) ή όταν κάτι είχε χαλάσει στο σπίτι και καμία τεχνική υπηρεσία δεν μπορούσε να με σώσει. Είχα βολευτεί, κι αυτό σίγουρα δεν έχει να κάνει ούτε με έρωτα ούτε με αγάπη.

Η δύναμη της συνήθειας δεν έχει καμία σχέση με τη δύναμη της αγάπης. O Παύλος ήταν σαν τις σούπερ προσφορές στα πολυκαταστήματα: αγοράζεις μόνο και μόνο επειδή συμφέρει κι όχι επειδή πραγματικά θέλεις. Ήταν ώρα να φύγω.

Κάθε τέλος είναι και μία αρχή
O Ντάνυ δε μιλάει πολύ. Ροχαλίζει και μπορεί να περάσει νύχτες ολόκληρες μπροστά στο Play Station ξεχνώντας πως υπάρχω. Συχνά αποκοιμιέται στον καναπέ ενώ εγώ, ανυποψίαστη, ετοιμάζομαι για βραδιά τρελού κλάμπινγκ. Μου φωνάζει όταν τρώω πολύ και ξέρει πόσα κιλά είμαι (γαμώτο) πριν ανέβω στη ζυγαριά. O εγωισμός μου συχνά πυκνά με κάνει να μην παραδέχομαι πόσο όμορφα περνάω μαζί του, αλλά μόλις συνέρχομαι ξέρω πως δεν τον αλλάζω με κανέναν. Oύτε καν με τον Μπραντ.
Τρία χρόνια μετά, οι πεταλουδίτσες στο στομάχι μου έχουν αποκοιμηθεί. Ξέρω όμως πως είναι εκεί, γιατί κάθε φορά που θα μαλώσουμε ή θα «χωρίσουμε» ξυπνάνε και μου αναστατώνουν μυαλό και σώμα. Υπήρξαν φορές που φοβήθηκα πως είχα μπερδέψει την αγάπη με τη συνήθεια. Τα σημάδια όμως γρήγορα μου έδειξαν πως ο έρωτάς μας έχει μεταμορφωθεί σε αγάπη δυνατή, σαν το πανίσχυρο Azax.
Το ξέρω, γιατί κάθε φορά που με αγκαλιάζει είναι σαν την πρώτη φορά. Κάθε φορά που ξαπλώνει δίπλα μου δεν μπορώ να κρατήσω τα χέρια μου μακριά του. Αναζητώ τη μυρωδιά του στα σεντόνια και φοράω τα μπλουζάκια του για να τον νιώθω κοντά μου. Χαμογελάω όταν τον σκέφτομαι. Όταν δεν είμαι μαζί του, ανυπομονώ να τον δω. Τα πάντα γύρω μου μου «μιλάνε» γι’ αυτόν κι εγώ από τότε που τον γνώρισα θέλω όσο ποτέ άλλοτε να είμαι όμορφη, έξυπνη και καλή. Τριγυρνάω μπροστά του με άκομψες φόρμες προσπαθώντας όμως να φαίνομαι όσο πιο σeξι γίνεται και αποφεύγω τις μάσκες ομορφιάς όταν είναι εκείνος στο σπίτι. Όταν είμαι μαζί του, τίποτα δε με φοβίζει, ακόμη και τα χειρότερα μπορούν να διορθωθούν. Και όσο όμορφα κι αν περνάω μακριά του, νιώθω πως κάτι μου λείπει.
Ακόμη κι όταν βαριέμαι να τον παρακολουθώ να διαβάζει για νιοστή φορά το ίδιο τεύχος περιοδικού αυτοκινήτων, δε με πειράζει, γιατί ξέρω πόσο ευτυχισμένη θα είμαι το επόμενο λεπτό, που θα μου χαμογελάσει και θα μου υποσχεθεί βόλτα στη θάλασσα.
Κατεβαίνοντας ένα βράδυ την Κηφισίας ρώτησα τη Νάσια: «Πότε καταλαβαίνουμε ότι πραγματικά αγαπάμε κάποιον;». «Όταν, ενώ δεν τον χρειάζεσαι, δεν μπορείς χωρίς εκείνον» μου απάντησε.

Τρία χρόνια μετά έχω καταλάβει πως αυτό που νιώθω για τον Ντάνυ δεν έχει να κάνει ούτε με συνήθεια ούτε με ανάγκη. Δεν τον χρειάζομαι, αλλά δεν μπορώ χωρίς εκείνον. Κι αυτό είναι αληθινή αγάπη. Όχι επειδή το είπε η Νάσια, αλλά επειδή το νιώθω στην καρδιά, στο στομάχι, στα κύτταρά μου όλα. Κι αυτό είναι το κακό. Γιατί αν τον χάσω, θα χαθώ. Κι αυτός ο φόβος είναι, δυστυχώς, πιο δυνατός από τη συνήθεια. Και καμιά φορά κι από την αγάπη.

 

 

sxeseis

Tags:
  

ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:      ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ: