Κάθε μέρα, περίπου 7.200 μωρά γεννιούνται νεκρά σε ολόκληρο τον κόσμο, κυρίως στις φτωχές χώρες, ενώ πολλοί από τους θανάτους αυτούς θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί με μια καλύτερη παρακολούθηση των γυναικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης,
σύμφωνα με μια σειρά ερευνών τα αποτελέσματα των οποίων δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα.
Μολονότι το ποσοστό των θνησιγενών νεογνών μειωνόταν ετησίως κατά 2% μεταξύ του 2000 και του 2015, πέρυσι γεννήθηκαν περίπου 2,6 εκατομμύρια νεκρά μωρά, σύμφωνα με την βρετανική ιατρική επιθεώρηση The Lancet, η οποία δημοσιεύει τα αποτελέσματα μελετών περισσότερων από 200 ειδικών σε 43 χώρες.
«Στα 2,6 εκατομμύρια νεογνά που γεννήθηκαν νεκρά (κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου της εγκυμοσύνης ή έπειτα από 28 εβδομάδες κύησης) τα μισά πέθαναν κατά τη διάρκεια του τοκετού», υπογραμμίζει η επιθεώρηση The Lancet.
«Είναι πράγματι ένας τρομακτικός αριθμός: 1,3 εκατομμύρια νεκρά μωρά κατά τη διάρκεια του τοκετού», παρατηρεί ο Ρίτσαρντ Χόρτον, ο αρχισυντάκτης της επιθεώρησης. «Η ιδέα ενός μωρού που είναι ζωντανό όταν αρχίζει η διαδικασία (του τοκετού) και πεθαίνει κατά τη διάρκεια των επόμενων ωρών λόγω παραγόντων που θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα υγειονομικό σκάνδαλο», σημειώνει.
Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, η μείωση της μάστιγας αυτής ήταν πιο αργή από αυτήν που σημειώθηκε όσον αφορά το ποσοστό της μητρικής θνησιμότητας (3% ετησίως) ή αυτή της θνησιμότητας των παιδιών κάτω των πέντε ετών (4,5%) κατά την ίδια περίοδο μεταξύ του 2000 και του 2015, υπογραμμίζουν ακόμη οι ειδικοί της Σχολής Τροπικής Ιατρικής και Υγιεινής του Λονδίνου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν σε 18 χώρες, οι συγγενείς ανωμαλίες ευθύνονται μόνον για το 7,4% των θνησιγενών νεογνών, «το οποίο καταρρίπτει τον μύθο, σύμφωνα με τον οποίο δεν μπορεί να αποφευχθεί η γέννηση νεκρών μωρών».
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι πολλές παθολογικές καταστάσεις που ευθύνονται για τη γέννηση νεκρών μωρών θα μπορούσαν να έχουν αντιμετωπιστεί κατά το παράδειγμα μητρικών λοιμώξεων (όπως η ελονοσία και η σύφιλη που ευθύνονται αντίστοιχα για το 8% και το 7,7% των θνησιγενών νεογνών).
Οι παράγοντες που συνδέονται με τον τρόπο ζωής (παχυσαρκία, κάπνισμα κλπ), οι μη μεταδοτικές ασθένειες (όπως ο διαβήτης, οι καρκίνοι ή τα καρδιαγγειακά νοσήματα) ευθύνονται για τους θανάτους αυτούς σε ποσοστό περίπου 10% των περιπτώσεων έκαστος. Επίσης η ηλικία των μητέρων (άνω των 35 ετών) ως αιτία στο 6,7% των περιπτώσεων.
Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών δείχνουν όπως επισημαίνει η Lancet ότι η συντριπτική πλειοψηφία των θνησιγενών νεογνών (98%) καταγράφεται στις χώρες με χαμηλά ή μεσαία εισοδήματα.
«Οι χώρες της υποσαχάριας Αφρικής έχουν το πιο υψηλό ποσοστό θνησιγενών νεογνών και σε αυτές διαπιστώνεται και η πιο αργή μείωση του ποσοστού αυτού, ιδιαίτερα στις χώρες στις οποίες μαίνονται συγκρούσεις ή βρίσκονται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης», σχολιάζει στην επιθεώρηση ο Βρετανός καθηγητής Τζόι Λον.
Με τους σημερινούς ρυθμούς θα χρειαστεί να περάσουν «περισσότερα από 160 χρόνια» ώστε μια έγκυος σε αυτήν την περιοχή να έχει τις ίδιες πιθανότητες να φέρει στον κόσμο ένα ζωντανό παιδί με αυτές που έχει μια γυναίκα σε μια χώρα με υψηλό εισόδημα», επισημαίνει.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ισλανδία έχει τη χαμηλότερη αναλογία θνησιγενών νεογνών (1,3 ανά 1.000 γεννήσεις), ενώ το Πακιστάν βρίσκεται τελευταίο στην λίστα των χωρών στις οποίες έγιναν οι έρευνες, με 43,1 ανά 1.000 γεννήσεις.
seleo.gr-Ygeia