Πώς «πιάστηκαν στον ύπνο» μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων και οι αρμόδιοι ελεγκτικοί μηχανισμοί και, επί ένα χρόνο περίπου, δεν είχαν εντοπίσει την απάτη; Τι μας έμαθε το σκάνδαλο του αλογίσιου κρέατος; Μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το τι περιέχει το φαγητό μας;
Μπορεί το πιο πρόσφατο διατροφικό σκάνδαλο να μην απειλεί σοβαρά την ανθρώπινη υγεία και να αποτελεί, κυρίως, μια τεράστια ηθική, νομική και οικονομική απάτη, όμως, περισσότερο από κάθε άλλο τα τελευταία χρόνια, μας αποκάλυψε μερικά ανησυχητικά δεδομένα για την τροφή μας. Κυριότερο; Το ότι, όπως έχει διαμορφωθεί η ευρωπαϊκή και διεθνής αγορά τροφίμων, είναι σχεδόν ανέφικτο να είμαστε πάντα σίγουροι για το τι τρώμε.
Παρατηρήστε τα δημοσιεύματα που αφορούν το θέμα, εδώ και ενάμιση μήνα. Εκτός από τις αιχμές ή τις καταγγελίες εναντίον των ελεγκτικών μηχανισμών, αλλά και εναντίον των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου των επιχειρήσεων που επέτρεψαν να φτάσει στο πιάτο μας, ως μοσχάρι, κρέας αλόγου αμφιβόλου ποιότητος και προελεύσεως, στη συγκεκριμένη διατροφική κρίση ο μεγάλος υπεύθυνος μοιάζει να αποδεικνύεται η ίδια η αγορά. Μια παγκοσμιοποιημένη αγορά που προσφέρει βιομηχανοποιημένη τροφή, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες για φθηνό και εύκολο φαγητό, και η οποία, στο κυνήγι του κέρδους, αναζητά πάντα το λιγότερο δαπανηρό, από όπου και αν προέρχεται. Παράλληλα, τη διακρίνει μια μαζικότητα και μια πολυπλοκότητα, που καθιστά τον ενδελεχή έλεγχο σε κάθε στάδιο σχεδόν ουτοπία και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς ανεπαρκείς.
Φαίνεται πως η ελευθερία που δίνει η αγορά της Ε.Ε. στο εμπόριο, πλην των γνωστών και πολλών πλεονεκτημάτων της, δημιουργεί ταυτόχρονα κάποια κενά, που συχνά είναι δύσκολο να καλυφθούν. Ο επίσημος φορέας ελέγχου κάθε χώρας κινείται βάσει προδιαγραφών που έχει ορίσει η Ε.Ε., όμως οι επιτήδειοι είναι συχνά ένα βήμα πιο μπροστά από τους μηχανισμούς – περίπου όπως οι νέες γενιές αναβολικών στους αθλητές βρίσκονται λίγο μπροστά από τα σχετικά τεστ. Αυτήν τη φορά, το πρόβλημα είναι το πλασάρισμα ενός άλλου κρέατος ως μοσχαρίσιο, κάτι που έως σήμερα δεν είχε συμβεί – άρα δεν υπήρχε προδιαγραφή ελέγχου για να προβλεφθεί. Αλλωστε, δεν θα μπορούσε σε κάθε παρτίδα κρέατος που μπαινοβγαίνει στις χώρες της Ευρώπης να διενεργείται τεστ DNA, καθώς οι μοριακές αναλύσεις έχουν τεράστιο κόστος, το οποίο θα μετακυλιόταν στον καταναλωτή. Στο εξής, οι μηχανισμοί ελέγχου καθώς και η ίδια η αγορά θα είναι πιο υποψιασμένοι για τη συγκεκριμένη απάτη. Μέχρι το επόμενο… μεγάλο κόλπο.
Το καύσιμο όμως αυτής της απρόσωπης, ψυχρής αγοράς που στο βωμό του κέρδους ενίοτε θυσιάζει την ποιότητα ή/και την ασφάλεια είναι πάντα οι καταναλωτές. Καταναλωτές, μεγάλη μερίδα των οποίων, λόγω οικονομικής κρίσης, αλλά και άγνοιας ή ευκολίας, επιλέγει πλέον την τροφή με μόνο κριτήριο την τιμή. «Ο κόσμος ζητεί φθηνά προϊόντα, οπότε ήταν αναμενόμενο ότι κάπου στη διαδικασία θα έμπαινε στην αλυσίδα και λίγο κρέας αλόγου – μπορεί να είναι σκύλος αύριο», λέει κυνικά ο Ερολ Ντέντον, ερευνητής-μικροβιολόγος ειδικευμένος στη διατροφή. «Ολοι ψάχνουν να βγάλουν χρήματα και υπάρχουν πολλοί επιτήδειοι που δεν ενδιαφέρονται για το τι τρώμε. Το πρόβλημα με το επεξεργασμένο κρέας είναι ότι ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι είναι αυτό που τρως, εκτός αν ελέγξεις το DNA. Οι νωθρές και αμελείς καταναλωτικές συμπεριφορές έχουν βοηθήσει να διαμορφωθεί αυτή η χαοτική κατάσταση. Η μόνη λύση είναι να πει ο κόσμος «δεν σας εμπιστευόμαστε» και να επιστρέψει στα μικρότερα καταστήματα, στις τοπικές αγορές χωρίς τους δεκάδες μεσάζοντες και την τόση επεξεργασία».
«Είναι χαζό να θεωρούμε ότι όλο αυτό το σκάνδαλο αφορά μόνο μερικούς εγκληματίες», λέει ο καθηγητής Τιμ Λανγκ, επικεφαλής του τμήματος Νομοθεσίας για την Τροφή στο πανεπιστήμιο City του Λονδίνου. «Προφανώς υπήρξε παραβατικότητα και απάτη, όμως το πρόβλημα είναι συστημικό. Ο τρίτος μεγαλύτερος λιανοπωλητής στη Βρετανία, η Tesco, δεν ήξερε τι συνέβαινε στο φαγητό της. Δεν είναι απλώς ένα χαλασμένο μήλο στο καφάσι – πρόκειται για κάτι σοβαρότερο.»
Η οδύσσεια του κιμά
Η περίπτωση πώλησης αλογίσιου κρέατος ως μοσχαρίσιου σε έτοιμα γεύματα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα και για τις δαιδαλώδεις διαδρομές αλλά και την πολυπλοκότητα της παραγωγικής αλυσίδας. Για να γίνει πιο σαφές, ας παρακολουθήσουμε αναλυτικά τη διαδρομή που έκανε το κρέας.
Το νήμα ξεκινά από τη Μεγάλη Βρετανία, όπου μεγάλα σούπερ μάρκετ (όπως τα Tesco) παραγγέλλουν προϊόντα από την Comigel, εταιρεία επεξεργασίας τροφίμων στη Γαλλία, που παρασκευάζει έτοιμα γεύματα όπως λαζάνια και μακαρονάδες μπολονέζ, όλα με κιμά – υποτίθεται μοσχαρίσιο. Η Comigel, όμως, αναθέτει μεγάλο κομμάτι της παραγγελίας στη θυγατρική της εταιρεία Tavola, στο Λουξεμβούργο. Το εργοστάσιο της Tavola παραγγέλλει το κρέας από την εταιρεία Spanghero, στα νότια της Γαλλίας, κι εκείνη με τη σειρά της επικοινωνεί με υπεργολάβο στην Κύπρο για να της βρει κρέας πιο φθηνά. Ο υπεργολάβος απευθύνεται σε έμπορο της Ολλανδίας κι εκείνος τελικώς παραγγέλλει το κρέας από σφαγεία της Ρουμανίας! Μια πραγματική οδύσσεια. Τα σφαγεία της Ρουμανίας, όμως, μιας χώρας «φρέσκιας» στην Ε.Ε. και με πιο χαλαρό σύστημα ελέγχου, έχουν βρει τον τρόπο να κάνουν την απάτη. Αντί για μοσχαρίσιο κρέας προμηθεύουν τους πελάτες τους με αλογίσιο, από άλογα αγνώστου προελεύσεως. Κάποιοι πιθανολογούν πως πρόκειται για εκείνα που θεωρήθηκαν άχρηστα μετά τον ρουμανικό νόμο του 2007, που απαγόρευε την κίνηση ιππήλατων κάρων στους δρόμους της χώρας. Ηξερε κάποιος άλλος κρίκος της αλυσίδας που περιγράψαμε ότι επρόκειτο για αλογίσιο κρέας; Αυτό δεν το γνωρίζουμε και, προφανώς, οι εταιρείες τώρα το αρνούνται. Πώς όμως θα μπορούσε κάτι τέτοιο να έχει αποφευχθεί;
Οσον αφορά τη διαδικασία ελέγχου και πιστοποίησης των βιομηχανιών, υπάρχει το περίφημο HASP (που ονομάζεται πλέον ISO 22000). Την εφαρμογή του αναλαμβάνει η ίδια η βιομηχανία με εσωτερικούς ελέγχους και διορθωτικές ενέργειες (αν κάτι δεν πηγαίνει σωστά), ενώ οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της χώρας έχουν την ευθύνη να ελέγχουν ότι οι βιομηχανίες εφαρμόζουν σωστά το ISO. «Δυστυχώς, το σύστημα αυτό έχει γίνει τόσο δαιδαλώδες που πολλοί μηχανισμοί, ενώ θεωρητικά δεν μπορούν να αποκρύψουν στοιχεία, αποδεικνύεται πρακτικά ότι το κάνουν», λέει στο «Κ» ο κ. Δημήτρης Μπιλάλης, αναπληρωτής καθηγής Βιολογικής Γεωργίας στο τμήμα Φυτικής Παραγωγής του Εργαστηρίου Γεωργίας της Γεωπονικής. «Στη συγκεκριμένη περίπτωση ενεπλάκη στην αρχή της αλυσίδας και η Ρουμανία, της οποίας το ελεγκτικό σύστημα δεν εφαρμόζει το ISO. Με ένα παραστατικό πέρασαν το κρέας ως μοσχαρίσιο και από τη στιγμή που δεν έχεις ολόκληρο το σφάγιο, αλλά κομμάτια κρέατος ή, χειρότερα, κιμά, δεν μπορείς να ξέρεις αν αυτό που γράφει το παραστατικό είναι αλήθεια». Μπορεί δηλαδή οι εταιρείες που το παρέλαβαν να έπεσαν και αυτές θύματα απάτης; «Αυτό δεν το ξέρουμε, είναι πιθανό. Ομως, από τη στιγμή που εκείνες είναι υποχρεωμένες να τηρούν το ISO, άρα να διασφαλίζουν την ποιότητα και την αξιοπιστία των προϊόντων τους, θα έπρεπε να το έχουν εντοπίσει. Μόνο που οι έλεγχοι DNA δεν προβλέπονται και είναι ακριβοί. Τώρα, λοιπόν, όλοι νίπτουν τας χείρας τους. Ομως, ο υπεύθυνος ποιότητας της εταιρείας θα έπρεπε να σκεφτόταν την πιθανότητα αυτό το κρέας να μην είναι μοσχαρίσιο, μόνο και μόνο από τη χαμηλή τιμή του. Ισως κάποια εταιρεία να το εντόπισε, αλλά να το έκρυψε. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Σε μια τέτοια μακρά αλυσίδα, θα υπάρξουν μαύρες τρύπες. Στο ευρωπαϊκό εμπόριο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ισχύουν και ευρωπαϊκοί και εθνικοί κανονισμοί, άρα η τεράστια περίπλοκη γραφειοκρατία δημιουργεί περιθώρια σφάλματος ή και απάτης. Ολοι τώρα λένε «λειτούργησε η ιχνηλασιμότητα, γιατί φτάσαμε στην πηγή, στη Ρουμανία, βρήκαμε, λοιπόν, ποιος έχει την ευθύνη». Ομως αυτή είναι απλώς η ποινική ευθύνη. Κανείς δεν αναλαμβάνει την ηθική ή την πολιτική ευθύνη που έφτασαν τα πράγματα έως εδώ».
Ο κ. Γιώργος Λεχουρίτης, μέλος του Δ.Σ. του ΕΦΕΤ και πρόεδρος του Ινστιτούτου Καταναλωτών (ΙΝΚΑ), επιμένει στο θέμα των ελέγχων. «Οι έλεγχοι δεν επαρκούν. Ο ΕΦΕΤ, με βάση το οργανόγραμμά του, θα έπρεπε να έχει διευθύνσεις σε 13 περιφέρειες της χώρας με ένα σύνολο προσωπικού περίπου 500 άτομα, και σήμερα έχει 270 άτομα και λειτουργεί μόνο σε 9 περιφέρειες. Θα μου πείτε, με 4 περιφέρειες παραπάνω θα λυθεί το πρόβλημα; Οχι, αλλά τουλάχιστον ο έλεγχος θα είναι πιο συχνός, θα υπάρχει πληρέστερη παρουσία των ελεγκτικών μηχανισμών στην αγορά, άρα και μεγαλύτερος φόβος. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, λέγεται τώρα ότι εισήχθησαν στη χώρα 74 τόνοι αλογίσιου κρέατος το 2011-2012. Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης που είναι αρμόδιο για τους ελέγχους στις εισαγωγές, έψαξε να δει πού πήγε όλο αυτό το κρέας, σε μια χώρα που δεν τρώμε άλογο; Άρα το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο ΕΦΕΤ που είναι υποστελεχωμένος ή η ίδια η αγορά, που μοιάζει πλέον ανεξέλεγκτη. Όπως συνήθως, έτσι και τώρα, φαίνεται πως κάποιες υπηρεσίες δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους…»
Πηγή: Περιοδικό «Κ»
xespao
Tags: αναπληρωτής, Γαλλία, εργασία, καθηγητής, κόστος, κρίση, κυνήγι, Κύπρο, Λονδίνο, μάτια, Πολιτική, πώληση, σήμερα, τιμή, υγεία, υπουργείο, χρήματα, χρόνια