Ο Φιλ Ραντ, ο αυστραλός ντράμερ του διάσημου ροκ συγκροτήματος AC/DC, καταδικάστηκε σε οκτάμηνο περιορισμό κατ΄οίκον από δικαστήριο της Νέας Ζηλανδίας, αφού παραδέχθηκε την ενοχή του στις κατηγορίες για απειλή με σκοπό τη δολοφονία και για κατοχή ναρκωτικών.
Ο 61χρονος Ραντ είχε αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση μετά τη σύλληψή του τον Νοέμβριο και τον Απρίλιο δήλωσε ένοχος των κατηγοριών, που επισύρουν ανώτατη ποινή επταετούς κάθειρξης.
Η πολιτική αγωγή ζήτησε να του επιβληθεί ελάχιστη ποινή φυλάκισης 18 μηνών μετά την κατηγορία ότι ο Ραντ απείλησε με θάνατο έναν υπάλληλο ο οποίος σχετιζόταν με την κυκλοφορία του σόλο άλμπουμ του.
Στον Ραντ θα επιτρέπεται να πραγματοποιεί επισκέψεις κατόπιν αδείας στη διάρκεια του περιορισμού του κατ΄οίκον, αλλά θα παρακολουθείται επίσης ηλεκτρονικά.
Ο συνήγορος του Ραντ δήλωσε στο δικαστήριο ότι ο πελάτης του βρισκόταν υπό πίεση την περίοδο της διάπραξης του αδικήματος και υπό την επήρεια ναρκωτικών και περιέγραψε το περιστατικό απλώς ως ένα οργισμένο τηλεφώνημα.
Είπε ότι μία καταδίκη θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα ο Ραντ να χάσει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια μελλοντικών εσόδων λόγω του ότι δεν θα μπορεί να κάνει περιοδείες με το συγκρότημά του και ζήτησε την απαλλαγή του.
«Αυτό το σημείο δεν με πείθει πλήρως. Οι Κουίν αντικατέστησαν τον Φρέντι Μέρκιουρι και το συγκρότημα περιοδεύει αυτή τη στιγμή χωρίς εσάς», ανέφερε ο δικαστής Τόμας Ίνγκραμ.
Είπε πως το περιστατικό ήταν κάτι περισσότερο από ένα οργισμένο τηλεφώνημα και πως ο Ραντ βρέθηκε να κατέχει μία σημαντική ποσότητα ναρκωτικών. Ωστόσο δέχθηκε ότι ο Ραντ συμφιλιώθηκε με τον υπάλληλο και κατέβαλε αποζημίωση.
Η αρχική κατηγορία, σύμφωνα με την οποία ο Ραντ προσπάθησε να προκαλέσει τον φόνο, αποσύρθηκε ελλείψει στοιχείων. Ο Ραντ είχε οργιστεί επειδή η έναρξη της κυκλοφορίας του σόλο άλμπουμ του δεν είχε πάει καλά.
Ο Ραντ ζει στην παραλιακή πόλη Ταουράνγκα, περίπου 200 χλμ. νοτιοανατολικά του Όκλαντ, αφότου εγκατέλειψε το συγκρότημα χέβι μέταλ το 1983. Επανεντάχθηκε στους AC/DC το 1994 αλλά εξακολούθησε να διαμένει στη Νέα Ζηλανδία, όπου είναι ιδιοκτήτης ενός εστιατορίου