Η Χριστιάνα Βαρδάκου είναι η «μαέστρος» των φυτικών βαφών και στο ατελιές της μπορεί να δει κανείς τη γέννηση ενός ρούχου βήμα προς βήμα.
Οι φυτικές βαφές, παρόλο που υπήρχαν πάντοτε στο DNA του λαού μας, αν κρίνει κανείς από τις ιστορίες οικοτεχνίας των γιαγιάδων μας ή ακόμη πιο παλιά, από τις καταγραφές για τη χρήση της πορφύρας στην αρχαιότητα, το ακριβότερο, βαμμένο ύφασμα για τα ρούχα των βασιλιάδων, χάθηκαν με την πάροδο των χρόνων και θυσιάστηκαν στο βωμό της «τοξικής» τεχνολογίας. Η Χριστιάνα Βαρδάκου διαθέτει το expertise που θα ζήλευαν πολλοί σχεδιαστές και παρά το νεαρό της ηλικίας της φαίνεται να έχει ένα ξακάθαρο vision για το ποια θέλει να είναι μέσα στον κόσμο της μόδας. Μαζί με την ομάδα της, τη Ματίλντα και τη Βιολέτα, δημιουργούν από το μηδέν όλα τους τα items, από μαξιλάρια και λευκά είδη, μέχρι ρούχα ή ακόμη και ένα hand made νυφικό, σαν αυτό που έραβαν τη μέρα, που τους επισκεφθήκαμε.
«Από την αρχή των σπουδών μου εντάχθηκα συνειδητά στο κίνημα “Slow Design”, με βασικές αρχές τη βιωσιμότητα στην παραγωγή, την αειφορία και ανακύκλωση στη μόδα, και το zero waste. Χρησιμοποιώντας μόνο οργανικά υφάσματα, που είναι φιλικά προς το περιβάλλον (λόγω του ότι διασπώνται) και αποφεύγοντας ρητά την εφαρμογή τοξικών χημικών βαφών και ουσιών, δημιουργώ αντικείμενα χωρίς να σπαταλώ μεγάλες ποσότητες νερού και φροντίζω για την υγεία του καταναλωτή. Οι φυτικές βαφές είναι γνωστό ότι κάνουν καλό στο δέρμα και ότι βοηθάνε άτομα με έκζεμα και αλλεργίες. Η κεντρική ιδέα πίσω από τη δημιουργία του brand περιστρέφεται γύρω από τo emotionally durable design: ήθελα σαν καλλιτέχνης/δημιουργός να δημιουργώ μία σχέση μεταξύ καταναλωτή και προϊόντος. Κάθε χειροποίητο αντικείμενο του brand είναι μοναδικό και φέρει μια ιστορία, η οποία συναντάται και συμβαδίζει με αυτή του κάθε καταναλωτή. Έτσι, ένα ύφασμα μπορεί να μεταμορφωθεί από ένα αναλώσιμο αντικείμενο σε ένα οικογενειακό κειμήλιο, μια ανάμνηση, κάτι το διαχρονικό».
«Το να ξεκινήσει κάποιος το οτιδήποτε στην Ελλάδα είναι δύσκολο, κατά την άποψη μου. Κάθε μέρα είναι μία μεγάλη πρόκληση. Εκτός από τις δυσκολίες των καιρών και πέρα από τη δημιουργικότητα και το πείσμα, που σίγουρα χρειάζονται, χρειάζεσαι επίσης μία ολόκληρη εργαλειοθήκη γνώσεων (πχ. λογιστικά, marketing, διοίκηση κτλ.). Προσωπικά, έμαθα να μην διστάζω να ρωτάω και να συμβουλεύομαι ανθρώπους του χώρου, αλλά και τους κοντινούς μου ανθρώπους, ανεξάρτητως ηλικίας και επαγγέλματος. Αυτό με έχει βοηθήσει πιο πολύ από όλα. Μέσω μίας φίλης ανακάλυψα και το «The People’s Trust», του ιδρύματος Λασκαρίδη, ένας μη-κερδοσκοπικός οργανισμός, που υποστηρίζει μικρές επιχειρήσεις, παρέχοντας μικροχρηματοδότηση και δωρεάν υπηρεσίες επιχειρηματικής ανάπτυξης. Τα άτομα εκεί με βοήθησαν πάρα πολύ, πίστεψαν σε εμένα, στο brand μου και στις ιδέες μου. Μακάρι να υπήρχαν και άλλες τέτοιες ευκαιρίες, και να ήταν πιο εύκολο κάποιος, που ξεκινάει κάτι να μπορεί να τις βρει εύκολα και να πάρει τη βοήθεια, που χρειάζεται».
«Όσο για ένα βιώσιμο brand συγκεκριμένα, είναι αρκετά δύσκολο, γιατί δυστυχώς είμαστε λίγα χρόνια πίσω σε σχέση με άλλες χώρες, όπου οι καταναλωτές αναζητάνε προϊόντα, τα οποία είναι φτιαγμένα με βιώσιμο τρόπο, γνωρίζοντας για τα περιβαλλοντικά προβλήματα της βιομηχανίας. Μου έχει τύχει να πάω σε Έλληνες παραγωγούς υφασμάτων και να ζητάω πιστοποιήσεις (πχ. oeko tex) και να έχουν γελάσει, λέγοντάς μου ότι έχουν ναι μεν οργανικό ύφασμα, απλά δεν έχουν πάρει την πιστοποίηση, γιατί κανείς δεν την έχει ζητήσει και κανείς δεν την θέλει. Αν είναι τόσο δύσκολο, να βρεις τη πρώτη ύλη που θέλεις με πιστοποίηση, να κάνεις δηλαδή το πρώτο βήμα, τότε προφανώς τα προβλήματα θα εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο. Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι το πιο σημαντικό είναι να μην το βάζεις κάτω, να τα βλέπεις όλα σαν μία πρόκληση και να κάνεις ότι μπορείς, για να πετύχεις τους στόχους σου».
«Για εμένα δεν υπάρχει ένα δύσκολο σημείο – όλα είναι δύσκολα, για να δημιουργήσει κάποιος ένα πραγματικά βιώσιμο και ηθικό brand. Πρέπει να υπάρχει απόλυτη διαφάνεια στη παραγωγή, να υπάρχουν μηδενικά ή σχεδόν μηδενικά απόβλητα (zero waste), ο σχεδιασμός να γίνεται με βάση το cyclability (δηλαδή να σκέφτεται ο σχεδιαστής όλο τον κύκλο ζωής του προϊόντος) και να χρησιμοποιούνται καλά υλικά, τα οποία δεν βλάπτουν ούτε το περιβάλλον, ούτε τα ζώα, ούτε τους ανθρώπους».
Για τη Χριστιάνα η βιωσιμότητα είναι τρόπος σκέψης, τρόπος δουλειάς και τρόπος ζωής. Από μία συζήτηση μαζί της μπορεί να καταλάβει κανείς τη φιλοσοφία της ηθικής μόδας, αλλά και τη μεγάλη προσπάθεια και προσήλωση στον τελικό στόχο, που δεν είναι άλλος από το να βοηθήσουμε και τελικά να προσπαθήσουμε να σώσουμε τον πλανήτη μας.
«Γενικά είμαι αισιόδοξος άνθρωπος και θέλω πάντα να πιστεύω στο καλύτερο. Αυτή τη στιγμή η “ηθική μόδα” είναι μία τάση – η οποία όμως, πρέπει να γίνει τρόπος ζωής. Το 2013, το Rana Plaza, ένα εργοστάσιο μόδας στο Μπαγκλαντές κατέρρευσε. Εκείνη τη μέρα σκοτώθηκαν πάνω από χίλιοι εργάτες, που δούλευαν εκεί σε άθλιες συνθήκες. Από εκείνη τη μέρα, άρχισαν να αλλάζουν διάφορα πράγματα στο χώρο της μόδας. Δημιουργήθηκε το Fashion Revolution, το μεγαλύτερο κίνημα ακτιβισμού μόδας στον κόσμο, κινητοποιώντας πολίτες, brands και πολιτικούς, μέσω έρευνας, εκπαίδευσης και υπεράσπισης. Πλέον είναι της μόδας οι βιώσιμες τάσεις, και αυτό είναι επειδή έχει γίνει μια στροφή γενικά προς τη βιωσιμότητα στη κοινωνία μας. Ειδικά στο εξωτερικό, καθημερινά ανακαλύπτονται περιβαλλοντικές επιπτώσεις βιομηχανιών, από όλους τους κλάδους. Ο μέσος άνθρωπος του 21ου αιώνα έχει μεγαλύτερη οικολογική συνείδηση από ότι παλιότερα και οι περισσότεροι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν επιπλέον για οικολογικά προϊόντα, σύμφωνα με έρευνες. Στην Ελλάδα είμαστε λίγο πίσω και για εμένα φταίει η ενημέρωση και η εκπαίδευση σε αυτό».
«Η μόδα πρέπει να σταματήσει να μολύνει το περιβάλλον και μάλιστα γρήγορα. Είμαι αισιόδοξη, αλλά τα πράγματα πρέπει να αρχίσουν να αλλάζουν τώρα. Πιστεύω ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να αρχίσουν να κάνουν κάτι για αυτό, επίσης. H Eva Kruse του Global Fashion Agenda, είχε πει ότι αν υπήρχε κάποιος φόρος επί των εκπομπών του άνθρακα ή επί των αποβλήτων στο νερό, αυτό θα μπορούσε σίγουρα να αλλάξει τη παραγωγή διάφορων brands, προς το καλύτερο. Συμφωνώ μαζί της και πιστεύω ότι μια εφαρμοσμένη νομοθεσία θα μπορούσε να συμβάλλει θετικά στην αλλαγή της βιομηχανίας. Γενικά, πιστεύω ότι όλοι μας πρέπει να κάνουμε κάτι για να σώσουμε τον πλανήτη και να μην βασιζόμαστε ούτε στις κυβερνήσεις, ούτε στα brands. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ενώ μπορεί το πρόβλημα να μην συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας, συμβαίνει, και έχει αντίκτυπο, και πρέπει όλοι μας να κάνουμε κάτι για αυτό. Σαν καταναλωτές, να προτιμάμε την ποιότητα από τη ποσότητα, να επιλέγουμε vintage ή second-hand ή sustainable brands, να αναζητάμε βιώσιμες ίνες στα καρτελάκια, να μαθαίνουμε, να διαβάζουμε, να ρωτάμε. Σαν σχεδιαστές πρέπει να είμαστε εκπαιδευμένοι στον οικολογικό σχεδιασμό, και να σκεφτόμαστε, πως με την παραγωγή μας μπορούμε να μειώσουμε τις επιπτώσεις στον πλανήτη και θα τον βοηθήσουμε να συντηρηθεί».
.
Moda