Το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο συνδέεται με σημαντική πτώση του προσδόκιμου ζωής και πρέπει να θεωρείται ως ένας ανεξάρτητος βασικός παράγοντας κινδύνου για νοσηρότητα και πρόωρο θάνατο όταν χαράσσονται εθνικές και διεθνείς πολιτικές δημόσιας υγείας. Αυτό δείχνει μια νέα μελέτη που περιελάμβανε πάνω από 1,7 εκατομμύρια άτομα και δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες στην ιατρική επιθεώρηση «The Lancet».
Η πρώτη σύγκριση με τους συμβατικούς παράγοντες κινδύνου
Η μελέτη, η οποία βασίστηκε σε δεδομένα από τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ελβετία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, είναι η πρώτη που συγκρίνει την επίδραση του χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου με άλλους σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για την υγεία, όπως η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας, το κάπνισμα, ο διαβήτης, η υπέρταση, η παχυσαρκία καθώς και η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ. Οι ερευνητές επισημαίνουν πως παρότι το κοινωνικο-οικονομικό στάτους αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες πρόβλεψης σχετικά με τη νοσηρότητα του πληθυσμού αλλά και τους πρώιμους θανάτους σε παγκόσμιο επίπεδο, συχνά «μένει στα αζήτητα» κατά τη χάραξη πολιτικών υγείας. ανέφερε η κύρια συγγραφέας της νέας μελέτης δρ Σίλβια Στρινγκίνι από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λωζάννης στην Ελβετία.
Ο σχεδιασμός της μελέτης
Στο πλαίσιο της μελέτης οι ερευνητές συνέκριναν την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση με έξι από τους κύριους παράγοντες νοσηρότητας του πληθυσμού που έχουν οριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στο Σχέδιο Δράσης του για την Πρόληψη και τον Ελεγχο των Μη Μεταδοτικών Νοσημάτων. Το Σχέδιο έχει ως στόχο τη μείωση των μη μεταδοτικών ασθενειών κατά 25% ως το 2025, αλλά παραλείπει το κοινωνικο-οικονομικό στάτους ως παράγοντα κινδύνου για αυτές τις νόσους. Περιελήφθησαν δεδομένα από 48 μελέτες στις οποίες συμμετείχαν περισσότερα από 1,7 εκατομμύρια άτομα. Χρησιμοποιήθηκε ο επαγγελματικός τίτλος ώστε να προσδιοριστεί το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο ενώ οι ερευνητές κοίταξαν πόσα άτομα πέθαναν πρόωρα
Όπως προέκυψε, σε σύγκριση με τα άτομα που βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, όσα ήταν χαμηλότερου κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου αντιμετώπιζαν 46% μεγαλύτερες πιθανότητες να πεθάνουν πριν από τα 85 έτη τους. Μεταξύ δε των ατόμων χαμηλού κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, 55.600 (15,2% των ανδρών και 9,4% των γυναικών) πέθαναν πριν από την ηλικία των 85 ετών, σε σύγκριση με 25.452 άτομα (11,5% των ανδρών και 6,8% των γυναικών) με υψηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο.
Μεγαλύτερος ο κίνδυνος από την υπέρταση και την παχυσαρκία
Τα στοιχεία έδειξαν επίσης ότι από το σύνολο των συμμετεχόντων το 41% των ανδρών και το 27% των γυναικών ανήκαν στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα και αυτό συνδεόταν με μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά 2,1 έτη - μείωση παρόμοια με το να μην ασκείται κάποιος (2,4 χρόνια). Οι μεγαλύτερες μειώσεις του προσδόκιμου ζωής συνδέονταν με το κάπνισμα και τον διαβήτη (4,8 και 3,9 έτη αντιστοίχως). Συγκριτικά όμως, η υψηλή αρτηριακή πίεση, η παχυσαρκία και η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ φάνηκε να σχετίζονται με μικρότερη μείωση στο προσδόκιμο ζωής (1,6, 0,7 και 0,5 χρόνια αντιστοίχως) σε σύγκριση με το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο.
ανέφερε ο καθηγητής Πάολο Βινέις από το Imperial College του Λονδίνου, κύριος συγγραφέας της μελέτης και επικεφαλής του consortium EU LIFEPATH της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στο πλαίσιο του οποίου διεξήχθη η συγκεκριμένη έρευνα.
πηγή: tovima.gr
(?)
paraxena