Μία τυχαία βόλτα στάθηκε η αφορμή για να επιστρέψουν όλες οι αναμνήσεις των παιδικών ετών.
Καλοκαίρι ήταν, θυμάμαι αμυδρά. Άσχετα που πρόκειται για τη μόνη λογική εξήγηση που περνούσα τόσες ώρες έξω από το σπίτι σε τόσο μικρή ηλικία. Δεν ήξερα καν τι ήταν το νήπιο και το μόνο που γέμιζε την ημέρα ήταν το ατελείωτο τρέξιμο μέσα στο σπίτι και ο ενθουσιασμός για το κάθε μικρό πράγμα που μπορούσε έστω και λίγο να σχηματίσει ένα χαμόγελο στα χείλη μου. Ένα τέτοιο απόγευμα ήταν που βγήκα στην ταράτσα του σπιτιού. Αντικριστά της ήταν δύο σπίτια, το ένα – διώροφο και το άλλο με έναν μικροσκοπικό, περιφραγμένο κήπο, περίπου στο μέγεθος μίας τουαλέτας.
Ξαφνικά, εντόπισα ένα αντίστοιχης σωματοδομής κοριτσάκι να παίζει στα δικά του σύνορα. Μία γνωριμία που κανονικά δε θα έπρεπε να θυμάμαι και αυτό θα γινόταν αν δεν είχε σκάσει μπρούμυτα στο έδαφος και δεν είχε βάλει τα κλάματα τόσο δυνατά που να κάνει εμένα από την τρομάρα μου να αρχίζω να φωνάζω σε κατάσταση πανικού τους δικούς μου για κάτι που στο μυαλό μου έμοιαζε με αντίστροφη μέτρηση αυτοκαταστροφής. Βγήκαμε, λοιπόν, σωματείο έξω να βοηθήσουμε το άγνωστης -μέχρι τότε- ταυτότητας κοριτσάκι. Μέχρι να φτάσουμε, στον «τόπο του εγκλήματος» ήταν δίπλα της στο πλακόστρωτο και το δικό της οικογενειακό σωματείο. Και, κάπως έτσι, μέσα σε αυτό το σουρεάλ σκηνικό, εγώ απέκτησα την πρώτη μου φίλη (σ.σ. Για το trivia της υπόθεσης, και λογικά προς καθόλου έκπληξή σου, τίποτα δεν είχε πάθει).
Ανακαλύπτοντας την πρώτη μου φίλη
Ακριβώς τι σήμαινε η φιλία σε καμία περίπτωση δεν ήξερα. Ίσως αυτό να ήταν και το όμορφο της υπόθεσης. Ότι το ανακάλυπτα μόνη μου από την αρχή και το έβρισκα στα πιο απλά πράγματα. Τα απογεύματα ξέραμε ότι, όταν πήγαινε 6 η ώρα, θα βγαίναμε έξω για το καθιερωμένο ραντεβού. Βγάζαμε τα παιχνίδια μας, στήναμε αυτοσχέδια σπίτια οριοθετώντας περιμετρικά τον χώρο της κάθε μίας, διοργανώναμε σουαρέ με κάποιες ευγενικές χορηγίες aka τριγωνικά τοστάκια των γονέων. Αλλά δεν ήταν μόνο τα καλά, ήταν και τα άσχημα. Εμείς ήμασταν εκεί και για τα άσχημα. Αν κάποια έπεφτε, η άλλη γιατροπόρευε. Αν κάποια ανέβαινε κλαμένη επειδή άκουσε κατσάδα από τους δικούς της, η άλλη ήταν εκεί για να της φτιάξει τη διάθεση. Κοινώς, πολύ φίλες, που λέμε και σήμερα.
Τα χρόνια περνούσαν. Μαθήματα, το πρώτο φλερτ -τόσο αθώο που από αυτά πρέπει να όρισε ο Πλάτωνας τον «πλατωνικό έρωτα»- απογοητεύσεις, πανηγυρισμοί. Όλα ήταν στο πρόγραμμα. Με έναν τρόπο απλό και πηγαίο, χωρίς δυσκολίες και δεύτερες σκέψεις για τις παρεξηγήσεις που τόσο εύκολα νιώθουν οι εύθικτοι ενήλικες. Αγαπούσαμε η μία την άλλη. Ακόμα κι όταν τσακωνόμασταν, δεν το ξεχνούσαμε ποτέ. Μέσα σε μισή ώρα, όλο και κάποια θα «έσπαγε» και θα έκανε την πρώτη κίνηση. Μετά, η χαρά της παρέας ήταν διπλή. Έτσι περνούσαν τα χρόνια. Με έναν τρόπο που για πολλούς θυμίζει κάποια κινηματογραφική ιστορία. Μέχρι να έρθει η μεγάλη ανακοίνωση…
Να που χαθήκαμε…
Πρέπει να είχαν σημειωθεί περί τα επτά χρόνια φιλίας. Η σχέση μας ήταν πια κάπως δεδομένη. Με την καλή έννοια. Είχαμε τη βάση μας. Ώσπου κάποια στιγμή, άνοιξε τη λευκή μπαλκονόπορτα και το βλέμμα της κοιτούσε στο πάτωμα. Κάτι είχε συμβεί και δεν ήξερε πώς να το πει. Ίσως προσπαθούσε να βρει τρόπο να το επεξεργαστεί και η ίδια. Ο μπαμπάς της οικογένειας μεταφέρθηκε στο παράρτημα της εταιρίας του στη Θεσσαλονίκη. Γρήγορη απόφαση, για οικονομικούς λόγους. Εκ των πραγμάτων, οι επόμενες δύο εβδομάδες ήταν γεμάτες φασαρία και ατελείωτες κούτες. Εμείς, προσπαθήσαμε να συνεχίσουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα μέχρι τη μεγάλη μέρα και, όταν τελικά ήρθε, αποχαιρετιστήκαμε, αλλά για κάποιον λόγο πιστεύαμε ότι δε θα χανόμασταν, ότι κάπως θα καταφέρναμε να κρατήσουμε επαφή. Κάναμε λάθος.
Το πρώτο διάστημα, υπήρχαν αρκετά τηλεφωνήματα. Ιδιαίτερα συχνά μπορώ να πω, όμως, από τον τρίτο μήνα και μετά, αυτά άρχισαν να αραιώνουν. Το κάθε μέρα έγινε μέρα παρά μέρα. Το μία φορά την εβδομάδα – μία φορά το μήνα. Η τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν μία όπως όλες οι άλλες. Τίποτα το ιδιαίτερο. Ούτε που θυμάμαι τι ακριβώς λέγαμε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μετά χαθήκαμε. Για χρόνια. 14 για την ακρίβεια. Από ένα σημείο και μετά, οι κοινές μας εμπειρίες σταμάτησαν να ανακαλούνται και ποτέ δεν έμαθα νέα της. Αν ήταν ακόμη Θεσσαλονίκη, αν επέστρεψε, αν έφυγε στο εξωτερικό. Τίποτα.
Η πιο απρόσμενη συνάντηση
Ξαφνικά, δύο μέρες πριν, στην Ελευσίνα -μία περιοχή στην οποία για πρώτη φορά βρισκόμουν λόγω ενός οικογενειακούς προβλήματος- περπατούσα στον κεντρικό δρόμο έχοντας μόλις παρκάρει. Μπήκα σε ένα μικρό εστιατόριο γρήγορου φαγητού για να πάρω κάτι στα χέρια και πλήρωνα στο ταμείο. Ένα ζευγάρι βρισκόταν διαγώνια πίσω μου, στη γωνία του μαγαζιού. Κάτι μου θύμιζε πολύ έντονα, ωστόσο δεν μπορούσα να καταλήξω. Βγαίνοντας και συνεχίζοντας τη μέρα μου, σκεφτόμουν την κοπέλα και προσπαθούσα να καταλάβω από πού την ήξερα. Όταν σουρούπωνε, το πρόσωπό της άρχισε να καθαρίζει στο μυαλό μου, μέχρι που έκανα τη σύνδεση δυσκολευόμενη να το πιστέψω. Ήταν εκείνη, η πρώτη μου φίλη που είχε πια μεγαλώσει, είχε αλλάξει τελείως τα μαλλιά και το στυλ της και δεν έμοιαζε σε τίποτα με το κοριτσάκι της που άφησα πίσω μου πριν αρκετά χρόνια. Μέχρι και ο αέρας που απέπνεε ήταν διαφορετικός. Μία άλλη.
Τα σκεφτόμουν όλα αυτά πριν κοιμηθώ. Ανακαλούσα ιστορίες από το παρελθόν, μαντεύοντας, παράλληλα, ποια μπορεί να είναι η ζωή της σήμερα. Είναι καλά; Είναι ευτυχισμένη; Τι δρόμο ακολούθησε επαγγελματικά; Έχει κάνει οικογένεια; Έχει στο σπίτι της έναν πράσινο κήπο στον οποίο παίζει κάθε πρωί με τον σκύλο της, όπως έλεγε ότι ήθελε να κάνει; Δεν ξέρω αν θα τα μάθω όλα αυτά ποτέ, ούτε κι αν θα την πετύχω ξανά. Το σίγουρο είναι ότι αναπόλησα με έναν ρομαντισμό την παιδική μου ηλικία. Στιγμές. Την αθωότητά της. Τον ενθουσιασμό και την εκτίμηση για τα μικρά καθημερινά πράγματα που, αν και προσπαθώ, δυσκολεύομαι να έχω πάντα πλέον. Όλα όσα χάνονται στην απουσία του χρόνου μπροστά στην πίεση της καθημερινότητας και τους καιρούς που σε αναγκάζουν να μεγαλώσεις βίαια, δηλαδή. Μπορεί, λοιπόν, να μην καταφέραμε να αναγνωριστούμε την ώρα που συναντηθήκαμε για το μεγάλο reunion, όμως, ακόμα κι έτσι, συνέβη κάτι άλλο. Το κορίτσι αυτό, ακόμα και εν αγνοία του, μου προκάλεσε ξανά όλα τα όμορφα και «ζεστά» συναισθήματα που σαν παιδιά ήμασταν τυχερές να βιώσουμε. Και, ποιος ξέρει, ίσως στο μέλλον να υπάρξει κάποια άλλη στιγμή που η τύχη να δημιουργήσει το κατάλληλο έδαφος για να βρεθούμε ξανά και να πούμε τα πάντα για τη ζωή μας με ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα στο χέρι. Ποιος ξέρει…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Queen.gr - sxeseis