Στο με τίτλο «Η ήττα της Ευρώπης», ο Γιάνης Βαρουφάκης αναφέρεται στις πολύμηνες διαπραγματεύσεις, αποκαλύπτοντας το ρόλο των Ευρωπαίων εταίρων, τις κωλυσιεργίες και τους εκβιασμούς που ως υπουργός αντιμετώπισε στις επαφές μαζί τους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα το Eurogroup αποκάλυψε το αληθινό πρόσωπο μιας Ευρώπης που «πλέον δεν επιθυμούμε».
Ο Γιάνης Βαρουφάκης χαρακτηρίζει το Eurogroup ένα όργανο αντιδημοκρατικό, χωρισμένο σε φράξιες, που -εκτός του δεν έχει νομική υπόσταση- περιφρονεί ανοιχτά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την οποία πλέον είναι σε θέση να διατάσσει.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών δεν διστάζει να αναφερθεί σε πρόσωπα και πράγματα, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την τραγική θέση της Γαλλίας και του υπουργού της των Οικονομικών, Μισέλ Σαπέν, που στην προσπάθειά του να βρει μια συμβιβαστική λύση αντιμετώπισε τη σχεδόν χλευαστική στάση της Γερμανίας και των συμμάχων της.
Απευθυνόμενος στο γαλλικό κοινό, κατηγορεί ανοιχτά την κυβέρνηση των Αντώνη Σαμαρά και Ευάγγελου Βενιζέλου πως συνεργάστηκαν με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάνη Στουρνάρα, για την πρόκληση προεκλογικού bank run και περιέγραψε πως η ΕΚΤ ενορχήστρωσε τη φυγή καταθέσεων με τρόπο που να οδηγεί στο κλείσιμο των τραπεζών σε χρόνο που θα διάλεγε το Eurogroup, όπως εμμέσως τον είχε απειλήσει ο Γερούν Ντάισελμπλουμ στην πρώτη τους συνάντηση.
Δεν παραλείπει να περιγράψει πώς οι πιστωτές όχι μόνο κωλυσιεργούσαν, ακολουθώντας μια παράλογη διαδικασία διαπραγματεύσεων, αλλά απαιτούσαν από την Αθήνα να μην δημοσιοποιεί τις προτάσεις της, προσπαθώντας ταυτόχρονα να τις αποδομήσει μέσα από τον συστημικό Τύπο.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης κάνει λόγο για σκληρό μάθημα που πήρε η Ελλάδα από τους πιστωτές, οι οποίοι με κάθε τρόπο υπονόμευσαν τη διαπραγματευτική διαδικασία, καθώς το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η ολοκληρωτική ταπείνωση της ελληνικής κυβέρνησης και η παραδειγματική τιμωρία της σε παγκόσμια θέα.
Μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα αποσπάσματα του άρθρου:
Κατά την πρώτη μου συνάντηση του Eurogroup (1), στις 11 Φεβρουαρίου, έδωσα στους συνομιλητές μου ένα απλό μήνυμα: «Στην κυβέρνησή μας θα βρείτε έναν αξιόπιστο εταίρο. Θα αγωνιστούμε για να βρεθεί κοινό έδαφος με το Eurogroup, στη βάση μιας τριπλής στρατηγικής για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της Ελλάδας: α) βαθιές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των θεσμών μας και την καταπολέμηση της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής, της ολιγαρχίας και την τοκογλυφία, β) εξυγίανση των οικονομικών του κράτους, μέσω μικρού αλλά βιώσιμου πρωτογενούς πλεονάσματος (2), το οποίο δεν επιβάλλει υπερβολικό βάρος στον ιδιωτικό τομέα, γ) εξορθολογισμό ή αναμόρφωση της δομής του χρέους μας, έτσι ώστε αυτό το βιώσιμο πλεόνασμα να είναι συμβατό με τους ρυθμούς ανάπτυξης που απαιτείται για την μεγιστοποίηση της αληθινής αξίας των αποπληρωμών προς τους πιστωτές μας».
(…)
Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 5 Φεβρουαρίου, έκανα την πρώτη μου επίσκεψη στον κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών. Προσπάθησα να τον διαβεβαιώσω, ότι θα μπορούσε περιμένει από εμάς προτάσεις, οι οποίες δεν θα ήταν μόνο προς το συμφέρον του μέσου Έλληνα, αλλά προς το συμφέρον του μέσου Ευρωπαίου – του Γερμανού, του Γάλλου, του Σλοβάκου, του Φινλανδού, του Ισπανού, του Ιταλού, κλπ.
Αλλά, καμία από τις ευγενείς προθέσεις μας δεν κίνησε κανένα ενδιαφέρον από τους ανθρώπους που έχουν τα ήνια της Ένωσης. Αυτό το σκληρό μάθημα επρόκειτο να το μάθουμε στους πέντε μήνες διαπραγματεύσεων που θα ακολουθούσαν.
Στις 30 Ιανουαρίου, λίγες ημέρες μετά τον διορισμό μου ως Υπουργό Οικονομικών, ο Πρόεδρος του Eurogroup, κ. Γερούν Ντάισελμπλουμ, με επισκέφθηκε. Μέσα σε λίγα λεπτά με ρώτησε τι προτίθεμαι να πράξω έναντι του Μνημονίου Κατανόησης που είχε υπογράψει η προηγούμενη κυβέρνηση. Του είπα ότι η κυβέρνησή μας εκλέχθηκε για να επαναδιαπραγματευθεί αυτό το Μνημόνιο. Δηλαδή, ότι θα ζητούσαμε την ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τα προσχέδια δημοσιονομικών και μεταρρυθμιστικών πολιτικών που είχαν αποτύχει τόσο θεαματικά τα τελευταία πέντε χρόνια, έχοντας μειώσει κατά ένα τρίτο το εθνικό εισόδημα και στρέφοντας το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας ενάντια σε κάθε ιδέα για μεταρρυθμίσεις.
Η απάντηση του κ. Ντάισελμπλουμ ήταν άμεση και κατηγορηματική: «Δεν γίνεται αυτό. Ή Μνημόνιο ή το πρόγραμμα θα καταρρεύσει». Με άλλα λόγια, ή αποδεχόμαστε τις αποτυχημένες πολιτικές που επιβλήθησαν στις προηγούμενες κυβερνήσεις, παρόλο που έχουμε εκλεγεί για να τις αμφισβητήσουμε ή οι τράπεζες μας θα έκλειναν – γιατί εν πάσει περιπτώσει αυτό σημαίνει ένα «πρόγραμμα που καταρρέει» στην περίπτωση ενός κράτους-μέλους το όποίο δεν έχει πρόσβαση στις αγορές: η ΕΚΤ παύει κάθε χρηματοδότηση προς τις τράπεζες, των οποίων οι πόρτες και τα ATM κλείνουν.
Αυτή η κραυγαλέα προσπάθεια εκβιασμού μιας νεοεισελθείσας, δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης δεν ήταν η μόνη. Κατά τη συνεδρίαση του Eurogroup, έντεκα ημέρες αργότερα, η περιφρόνηση του κ. Ντάισελμπλουμ για τις πιο στοιχειώδεις δημοκρατικές αρχές, επιβεβαιώθηκε και ενισχύθηκε από τον Σόιμπλε που μίλησε αμέσως μετά από τον Μισέλ Σαπέν, τον Γάλλο υπουργός Οικονομικών. Ο Σαπέν είχε μόλις επιχειρηματολογήσει υπέρ του να βρεθεί κοινός τόπος ανάμεσα στην εγκυρότητας του υπάρχοντος Μνημονίου Κατανόησης, που ήταν ακόμα σε ισχύ και στο δικαίωμα του ελληνικού λαού να μας δώσει εντολή να επαναδιαπραγματευθούμε σημαντικές διατάξεις του Μνημονίου. Ο Σόιμπλε έδωσε ελάχιστη σημασία στο λογικό επιχείρημα του Σαπέν: «Δεν μπορούμε να αφήσουμε τις εκλογές να αλλάξουν κάτι», είπε, με τη μεγάλη πλειοψηφία των υπουργών να κουνάνε το κεφάλι συγκαταβατικά.
(…)
Ξανά και ξανά θα απειλούμασταν με κλείσιμο των τραπεζών κάθε φορά που αρνούμασταν να εγκρίνουμε ένα πρόγραμμα, το Μνημόνιο Κατανόησης, που αποδεδειγμένα είχε αποτύχει με κάθε δυνατό τρόπο. Οι πιστωτές και το Eurogroup αρνούνταν ακόμα και να ασχοληθούν με τα επιχειρήματά μας. Ήθελαν να παραδοθούμε. Με κατηγόρησαν ακόμη και για το ότι, λέει, τόλμησα να τους παραδώσω μαθήματα οικονομικών.
(…)
Ένα μήνα πριν την εκλογή μας, η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση σε συνεργασία με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας (που προηγούμενως είχε θητεύσει στην ίδια κυβέρνηση ως υπουργός Οικονομικών) είχε ήδη πυροδοτήσει ένα ήπιο bank run. Μετά από την εκλογή μας, η ΕΚΤ έστειλε μήνυμα ότι θα απενεργοποιούσε σταθερά τη ροή ρευστότητας προς το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας ενισχύοντας τη φυγή καταθέσεων που θα δικαιολογούσε -σε χρόνο που θα διάλεγε το Eurogroup- το κλείσιμο των τραπεζών -όπως είχε απειλήσει ο Ντάισελμπλουμ.
Η έναρξη των διαπραγματεύσεων σε «τεχνοκρατικό» επίπεδο επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους μας. Δημοσίως, οι πιστωτές διατυμπάνιζαν την επιθυμία τους να πάρουν τα χρήματά τους και να δουν την Ελλάδα να κάνει μεταρρυθμίσεις. Στην πραγματικότητα, είχαν ένα στόχο: Να ταπεινώσουν την κυβέρνησή μας και να μας αναγκάσουν να συνθηκολογήσουμε, ακόμη και αν αυτό σήμαινε την οριστική αδυναμία των πιστωτριώνχωρών να ανακτήσουν τα λεφτά τους ή την αποτυχία του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων που μόνο εμείς θα μπορούσαμε να πείσουμε τους Έλληνες να το αποδεχθούν.
Ξανά και ξανά προτείναμε να επικεντρωθούν οι νομοθετικές προσπάθειές μας σε τρεις ή τέσσερις τομείς, σε συμφωνία με τους θεσμούς – μέτρα για τη μείωση της φοροδιαφυγής, θωράκιση των φορολογικών αρχών από πολιτικές και επιχειρηματικές επιρροές, για την καταπολέμηση της διαφθοράς στις δημόσιες συμβάσεις, για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, κ.λπ. Κάθε φορά η απάντηση ήταν η ίδια: «Φυσικά και όχι! Κανένας νόμος δεν έπρεπε να ψηφιστεί πριν από την ολοκλήρωση της «αξιολόγησης».
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Brussels Group (3), μας ζητήθηκε για παράδειγμα να παρουσιάσουμε το σχέδιό μας για τη μεταρρύθμιση του ΦΠΑ. Προτού καν καταλήξουμε σε συμφωνία για το θέμα αυτό, οι εκπρόσωποι της τρόικας προχωρούσαν στις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις. Αμέσως πετούσαν στον κάλαθο των αχρήστων τις προτάσεις μας πριν προχωρήσουν, ας πούμε, στα εργασιακά. Όταν απέρριπταν τις προτάσεις μας και σ” αυτό, έφταναν στις ιδιωτικοποιήσεις και ούτω καθεξής. Εξασφαλίζοντας ότι οι συζητήσεις πήγαιναν από το ένα θέμα στο άλλο, χωρίς καμία σοβαρή διαπραγμάτευση επί κανενός θέματος, δημιουργούσε μια κατάσταση που έμοιαζε σαν τη γάτα που κυνηγά την ουρά της. Για μήνες, οι εκπρόσωποι της τρόικας κωλυσιεργούσαν, επιμένοντας να συζητούμε για όλα τα θέματα, που ισοδυναμεί με το να μη διαπραγματευόμαστε κανένα.
Εν τω μεταξύ, χωρίς να έχει γίνει καν η παραμικρή πρόταση και απειλώντας να διακόψουν τις διαπραγματεύσεις, σε περίπτωση που τολμούσαμε να δημοσιεύσουμε τα δικά μας έγγραφα, οργάνωναν διαρροές στον Τύπο ότι οι προτάσεις μας ήταν «αδύναμες», «κακοσχεδιασμένες», «ελάχιστα αξιόπιστες». Με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα συναντιόμασταν στα μισά της διαδρομής, προχωρήσαμε σ” αυτήν την αδύνατη διαδικασία.
Ίσως, η πιο θλιβερό εμπειρία ήταν να γίνω αυτόπτης μάρτυρας της ταπείνωσης της Κομισιόν Επιτροπής και των ελάχιστων καλοπροαίρετων υπουργών Οικονομικών. Το να ακούω ανθρώπους σε υψηλές θέσεις στην Επιτροπή και στη γαλλική κυβέρνηση να λένε ότι «η Επιτροπή πρέπει συμμορφωθεί με τις διαπιστώσεις του Προέδρου του Eurogroup» ή ότι «η Γαλλία δεν είναι πια αυτό που ήταν», σχεδόν με έκανε να κλάψω. Απογοητεύτηκα όταν ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, μου είπε, στις 8 Ιουνίου στο γραφείο του, ότι δεν είχε κάτι να με συμβουλεύσει για το πώς θα εμποδιστεί ένα ατύχημα που θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά επώδυνο για την Ευρώπη.
Στο τέλος του Ιουνίου, υποχωρήσαμε στις περισσότερες από τις απαιτήσεις της τρόικας -με μία εξαίρεση: Επιμείναμε σε μια ήπια αναδιάρθρωση του χρέους μας, που δεν θα περιλάμβανε κούρεμα, αλλά έξυπνα swaps χρέους. Στις 25 Ιουνίου, παρευρέθηκα στο προτελευταίο μου Eurogroup, όπου μου παρουσίασαν την τελευταία πρόταση της τρόικας, εν είδει τελεσιγράφου, «take it or leave it». Έχοντας καλύψει τα εννέα δέκατα της απόστασης με την τρόικα περιμέναμε να μετακινηθούν κι αυτοί λίγο, ώστε να πετύχουμε κάτι που να μοιάζει με μια έντιμη συμφωνία. Αντ” αυτού, αυτοί έκαναν πίσω σε σχέση με μια δική του προηγούμενη πρόταση (σχετικά με το ΦΠΑ). Ξεκάθαρα απαιτούσαν να συνθηκολογήσουμε με τρόπο που θα αποδείκνυε την ταπείνωσή μας σε ολόκληρο τον κόσμο, προσφέροντάς μας μία συμφωνία που, αν την είχαμε δεχτεί, θα ότι είχε απομείνει από το ελληνικό κράτος πρόνοιας.
(…)
Κάποτε η Ελλάδα ήγειρε μεγάλα, παγκόσμια ερωτήματα. Τώρα, αποκάλυψε το αληθινό πρόσωπο μιας Ευρώπης που δεν επιθυμούμε πλέον.
___
Το γαλλικό περιοδικό παραθέτει τις εξής υποσημειώσεις:
(1) Συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών των δεκαεννέα χωρών της ζώνης του ευρώ.
(2) Θετική δημοσιονομική κατάσταση ενός κράτους, πριν από την καταβολή της εξυπηρέτησης του χρέους.
(3) Κουιντέτο που αποτελείται από την ελληνική κυβέρνηση, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).