Παρά την μείωση της εσωτερικής ζήτησης, την αύξηση της φορολογίας και το υψηλό κόστος του χρήματος, μία σειρά ελληνικών επιχειρήσεων –κυρίως στα τρόφιμα και στα φάρμακα– έχουν εξωστρέφεια και βλέπουν προς το αύριο…
Του Νίκου Βέττα*
Η γνήσια επιχειρηματικότητα έγκειται στην δημιουργία αξίας μέσα από την σύνθεση ανθρώπινων και άλλων πόρων και αντιμετωπίζοντας τους εκάστοτε περιορισμούς. Οι περιορισμοί, όπως και οι κίνδυνοι, αναπόφευκτα χαρακτηρίζουν το κάθε οικονομικό περιβάλλον. Είναι φυσικά αλήθεια πως, από την έναρξη της κρίσης στην ελληνική οικονομία και μετά, οι περιορισμοί εντάθηκαν και οι κίνδυνοι πλήθυναν.
Η μείωση της εσωτερικής ζήτησης, η κατακόρυφη αύξηση του κόστους χρήματος, η αύξηση της φορολογίας, όπως και η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης στην διεθνή οικονομία, συνθέτουν ένα πλαίσιο προκλήσεων για κάθε επιχείρηση στην χώρα.
Σε κάθε περίπτωση, η παρατεταμένη και συνεχιζόμενη βαθειά αβεβαιότητα για τις πολιτικές και μακροοικονομικές εξελίξεις, που βέβαια συσχετίζονται στενά μεταξύ τους, έχει οδηγήσει το συνολικό επίπεδο των επενδύσεων να είναι δραματικά χαμηλό.
Ενώ, όμως, η γενική τάση στις επιχειρήσεις κινείται ανάμεσα στην απαξίωση και στην αναμονή, υπάρχουν πολύ σημαντικές περιπτώσεις δημιουργίας αξίας σε διάφορους κλάδους προϊόντων και υπηρεσιών.
Αυτές δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να αγνοηθούν ως εκτός λογικής προσωρινές εξαιρέσεις. Πέρα από την σημασία τους για να κρατηθεί όρθια η οικονομία σήμερα, υποδεικνύουν και τις δυνατότητες μελλοντικής ανάπτυξης.
Αν και βρίσκονται σε πολύ διαφορετικούς κλάδους μεταξύ τους και φαινομενικά έχουν ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά τις συνδέει η δυνατότητα προσαρμογής στους νέους περιορισμούς και η αναζήτηση νέας ζήτησης είτε μέσα από την τεχνολογική καινοτομία είτε από την καλύτερη κατανόηση της αγοράς.
Σε κάθε περίπτωση, είναι κυρίως επιχειρήσεις ανοικτών οριζόντων που, ακόμη και αν η παραγωγή και οι πωλήσεις τους είναι κυρίως στην χώρα μας, συνδέονται στενά με την διεθνή τεχνολογία και αγορά. Έχουν αξιοσημείωτη κερδοφορία ή αύξηση πωλήσεων και δημιουργούν σημαντικές θέσεις εργασίας.
Στον κλάδο των τροφίμων, σειρά επιχειρήσεων αποκτούν εξειδίκευση και αξιοπιστία, και τελικά κερδοφορία, σε δύσκολες αγορές του δυτικού κόσμου, ακόμη και της Ασίας. Στηρίζονται στην παραδοσιακή παραγωγή, στοιχείο σημαντικό για τους ξένους καταναλωτές, στις συνέργειες με τον τουρισμό και τα χαρακτηριστικά του ονόματος της χώρας, αλλά υιοθετώντας νέες τεχνολογίες. Στον ίδιο τον τουρισμό έχουν δημιουργηθεί νέες μονάδες, υψηλότερης ποιότητας, που σταδιακά μπορεί να φέρουν και υψηλότερη προστιθέμενη αξία.
Ελληνικές εταιρείες φαρμάκου, κατανοώντας ότι η εσωτερική αγορά, ιδίως μέσω του Δημοσίου, εξαντλεί την δυναμική της, κινούνται πλησιέστερα στο όριο της καινοτομίας και τοποθετούνται σταδιακά ως ανταγωνιστές σε αγορές του εξωτερικού. Αντίστοιχα, θυγατρικές ξένων εταιρειών προγραμματίζουν την διεύρυνση παραγωγής στην χώρα και διασύνδεση με την ιατρική έρευνα και κλινικές μελέτες.
Άλλες επιχειρήσεις, κινούμενες στον χώρο της τεχνολογίας, στηρίζονται στο ανθρώπινο κεφάλαιο στον χώρο της πληροφορικής και των επιστημών μηχανικού, και προσφέρουν υπηρεσίες για ανάλυση επιχειρηματικών δεδομένων και επίλυση προβλημάτων σε πελάτες παγκοσμίως.
Εταιρείες μικρού μεγέθους για τα διεθνή πρότυπα, αλλά αξιόλογου μεγέθους για τα ελληνικά μέτρα, σχεδιάζουν και παράγουν μηχανολογικό και άλλο εξοπλισμό ακριβείας ή υλικά, προσφέροντας λύσεις στην βιομηχανία ή στην ναυτιλία σε Ευρώπη και Αμερική.
Όμως, και βιομηχανίες περισσότερο κλασσικής μεταποίησης βρίσκουν τον τρόπο να προσαρμοστούν ανάμεσα στους περιορισμούς του εγχώριου υψηλού κόστους ενέργειας και του διεθνούς ανταγωνισμού, παράγοντας σημαντική αξία και απασχόληση. Τέτοιες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις μπορεί να βρει κανείς αν κοιτάξει προσεκτικά στους περισσότερους κλάδους.
Επιχειρήσεις όπως αυτές που περιγράφονται παραπάνω προσαρμόστηκαν, όχι χωρίς σχέδιο και προσπάθεια, στους νέους περιορισμούς που επέβαλε η κρίση και αύξησαν την διεθνή ανταγωνιστικότητά τους.
Ακόμη και αν το πλήθος τους δεν είναι σήμερα επαρκές για να σύρει συνολικά την οικονομία προς την ανάπτυξη, σίγουρα δεν αποτελούν αμελητέα ποσότητα. Καθώς προσανατολίζονται στην καινοτομία και στην διεθνή αγορά, δεν χαρακτηρίζονται από την παθογενή εξάρτηση από το κράτος και δεν εξαρτώνται από την διατήρηση ρυθμιστικών εμποδίων για τους δυνητικούς ανταγωνιστές τους.
Συνολικά, σηματοδοτούν πως η ελληνική οικονομία δεν είναι μία χαμένη υπόθεση, ότι έχει δυνατότητες και μπορεί να ανακάμψει τα επόμενα χρόνια.
Οι όροι, όμως, είναι να επέλθει αξιοπιστία ως προς την μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική και μακροοικονομική ισορροπία και, ταυτόχρονα, να υπάρξει κοινή αντίληψη στην χώρα ότι το εισόδημα δημιουργείται από την επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστική παραγωγή.
Τότε οι επιμέρους δυνατότητες ανάπτυξης μπορεί να γενικευθούν στο σύνολο της οικονομίας.
* Γενικός Διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: lykavitos.gr - oikonomia