Στις 7 Απριλίου του 1976 το πανελλήνιο συγκλονίζεται από ένα πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα έγκλημα…
Ο νεαρός οπλίτης του Πολεμικού Ναυτικού, Χρήστος Ρούσσος σκοτώνει τον σύντροφό του .
Η σχέση ανάμεσα στους δύο νέους αποδεικνύεται ερωτική. Το κοινό βρίσκεται εμπρός σε μια πραγματικότητα ξένη προς τη συντηρητική πλειοψηφία του πληθυσμού. Η ομοφυλοφιλία, ο κόσμος των τραβεστί, η κατηγοριοποίηση και η ανάδειξη του σχετικού περιθωρίου, ο χαρακτηρισμός του ως υπόκοσμος συνιστούν μερικές μόνο από τις συνέπειες της δημοσιοποίησης όλων των πτυχών της σχέσης.
Η κοινωνία αναπτύσσει τα ομοφοβικά αντανακλαστικά της και τάσσεται ευθέως κατά του δεκαεννιάχρονου ναύτη. Ο εγκλεισμός του δράστη σε ιδρύματα ψυχικών νοσημάτων, η μετέπειτα δέσμευσή του στο πιο αυστηρό, σωφρονιστικό κέντρο της εποχής, την Κέρκυρα αποτελούν καταγεγραμμένες εμπειρίες του ίδιου του Χρήστου Ρούσσου στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του. Με το λιτό τρόπο του ο Ρούσσος, δίχως καμιά διάθεση αυτοσυγχώρεσης παραθέτει ένα οδοιπορικό στις ελληνικές φυλακές, ενώ τόσο η ιστορία όσο και η διάθεση του ίδιου σηματοδοτούν την κραυγή αγωνίας για τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι κινδυνεύουν να οδηγηθούν στο περιθώριο εξαιτίας των epωτικών τους προτιμήσεων ή απλά λανθασμένων επιλογών.
Ο Χρήστος Ρούσσος έπραξε το έγκλημα από έρωτα και αξιοπρέπεια. Το φονικό πραγματοποιήθηκε με ένα μαχαίρι. Ο Ρούσσος κράτησε τον άνδρα που αγαπούσε με τρυφερότητα και έκοψε το λαιμό του, αγγίζοντας τον όπως κάνουν τα ζευγάρια στα πρώτα χάδια.
Το μαχαίρι γίνεται μια σκληρή, μια αποτρόπαια προέκταση του χεριού, αρπάζεται από την αγάπη και τελικά σκοτώνει.
Ο Χρήστος Ρούσσος, γνωστός σήμερα από τους αγώνες του για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων κατοικεί στην περιοχή του Ασπροπύργου, διατηρεί σχέση εδώ και 14 χρόνια ενώ στην αυλή του προστατεύονται υπέροχα, ωδικά πτηνά.